Library SitePandemos Repository
Pandemos Record
 

View record information

Department of Public Administration  

Postgraduate Theses  

 
Τίτλος:Παιδική φτώχεια: σημασία του φαινομένου, διαστάσεις, μέτρηση και εμπειρική διερεύνηση.
Τίτλος:Child poverty: significance of the phenomenon, dimensions, measurement and empirical investigation.
Κύρια Υπευθυνότητα:Πρέντι, Αντέλα Δ.
Επιβλέπων:Πετράκος, Γεώργιος
Θέματα:Φτώχεια - Έρευνα - 1990-2010
Παιδιά - Κοινωνικές συνθήκες
Poverty - Research - 1990-2010
Children - Social conditions
Keywords:Παιδική Φτώχεια, Στέρηση, Κοινωνικός Αποκλεισμός, Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ), Ευρωπαική Ένωση
Child poverty, deprivation, social exclusion, World Health Organization (WHO), European Union
Ημερομηνία Έκδοσης:25/02/2014
Εκδότης:Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:Τα τελευταία χρόνια η καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων, τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα, όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς αποτελεί κεντρικό άξονα των πολιτικών κοινωνικής ένταξης και κοινωνικό-οικονομικής προόδου. Λόγω του γεγονότος ότι η φτώχεια και η στέρηση δεν επιτρέπουν σε εκατομμύρια παιδιά να έχουν ένα αξιόλογο βιοτικό επίπεδο, εμποδίζουν την προσωπική τους ανάπτυξη και περιορίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα τους για μια αξιοπρεπή ζωή και ίσες ευκαιρίες στην κοινωνία που διαμένουν. Η ανάπτυξη των κατάλληλων πολιτικών που θα εξασφαλίσουν σε όλα τα παιδιά την ευκαιρία να έχουν μια καλύτερη ζωή τώρα και στο μέλλον αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας. Οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν θα πρέπει να περιέχουν ειδικούς δείκτες και στόχους με επίκεντρο τα ίδια τα παιδιά. Σύμφωνα με όλες τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς, οι παράγοντες που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την παιδική ευημερία είναι η υλική στέρηση αλλά και η ελλιπής πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η στέγαση, οι οποίοι επιτείνουν το πρόβλημα. Για αυτό το λόγο απαιτείται άμεση δράση, καθώς οι συνέπειες της απραξίας θα είναι καταστροφικές για την μελλοντική ευημερία και ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας γίνεται βιβλιογραφική ανασκόπηση, ώστε να καλυφθεί όλο το θεωρητικό πλαίσιο του φαινομένου της παιδικής φτώχειας. Γίνεται αναφορά στην ερμηνεία του φαινομένου, τις διαστάσεις, τη μέτρηση και τα μέτρα πολιτικής που έχουν υιοθετηθεί μέχρι στιγμής παγκοσμίως. Παράλληλα, παρουσιάζεται η αναζήτηση των αιτιών που την προκαλούν, η οποία είναι αναγκαία για την εξασφάλιση και την ανάπτυξη ενός ευέλικτου προγράμματος αντιμετώπισης της. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας θα διεξαχθεί μια εμπειρική ανάλυση βασισμένη στη κατασκευή ενός μοντέλου για τους παράγοντες που επηρεάζουν τη μεταβολή του ποσοστού των υποσιτισμένων παιδιών κάτω των πέντε ετών. Τα δεδομένα προέρχονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ) και αφορούν το ποσοστό των υποσιτισμένων παιδιών κάτω των πέντε ετών σε 26 χώρες ανάλογα με το φύλο και κατά τα έτη 1990-2010. Η στατιστική ανάλυση αυτών των δεδομένων γίνεται μέσω της γλώσσας προγραμματισμού R. Η τεχνική αυτή συμβάλλει στην ικανοποιητική ανάλυση των παραπάνω δεδομένων, με στόχο την εξαγωγή όσο το δυνατόν ορθών συμπερασμάτων σχετικά με τον προσδιορισμό των παραγόντων που επηρεάζουν το ποσοστό των υποσιτισμένων παιδιών. Το συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι το ποσοστό των υποσιτισμένων παιδιών διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στις χώρες. Το 1990 έως το 2000 όλες οι χώρες αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά υποσιτισμού, με αποκορύφωμα το 2000 αλλά μετά το 2001 παρουσιάζουν μείωση του ποσοστού των υποσιτισμένων παιδιών κάτω των πέντε ετών σχεδόν όλες τις χώρες που συμπεριλήφθηκαν στο μοντέλο, το οποίο οφείλεται στην βελτίωση των υποδομών, στην οικονομική ανάπτυξη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των προγραμμάτων κοινωνικής και οικονομικής βοήθειας. Παρ’ όλα αυτά ο στόχος της μείωσης του ποσοστού των υποσιτισμένων παιδιών του Π.Ο.Υ στο 50% δεν έχει επιτευχθεί, για αυτό το λόγο υπάρχει άμεση ανάγκη επιτάχυνσης της προόδου για την επίτευξη του στόχου στο 50% έως το 2015, διότι η απλή εφαρμογή των σημερινών πολιτικών είναι αναποτελεσματική και δεν έχει επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τα τελευταία χρόνια η καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων, τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα, όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς αποτελεί κεντρικό άξονα των πολιτικών κοινωνικής ένταξης και κοινωνικό-οικονομικής προόδου. Λόγω του γεγονότος ότι η φτώχεια και η στέρηση δεν επιτρέπουν σε εκατομμύρια παιδιά να έχουν ένα αξιόλογο βιοτικό επίπεδο, εμποδίζουν την προσωπική τους ανάπτυξη και περιορίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα τους για μια αξιοπρεπή ζωή και ίσες ευκαιρίες στην κοινωνία που διαμένουν. Η ανάπτυξη των κατάλληλων πολιτικών που θα εξασφαλίσουν σε όλα τα παιδιά την ευκαιρία να έχουν μια καλύτερη ζωή τώρα και στο μέλλον αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας. Οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν θα πρέπει να περιέχουν ειδικούς δείκτες και στόχους με επίκεντρο τα ίδια τα παιδιά. Σύμφωνα με όλες τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς, οι παράγοντες που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την παιδική ευημερία είναι η υλική στέρηση αλλά και η ελλιπής πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η στέγαση, οι οποίοι επιτείνουν το πρόβλημα. Για αυτό το λόγο απαιτείται άμεση δράση, καθώς οι συνέπειες της απραξίας θα είναι καταστροφικές για την μελλοντική ευημερία και ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.\r\nΣτο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας γίνεται βιβλιογραφική ανασκόπηση, ώστε να καλυφθεί όλο το θεωρητικό πλαίσιο του φαινομένου της παιδικής φτώχειας. Γίνεται αναφορά στην ερμηνεία του φαινομένου, τις διαστάσεις, τη μέτρηση και τα μέτρα πολιτικής που έχουν υιοθετηθεί μέχρι στιγμής παγκοσμίως. Παράλληλα, παρουσιάζεται η αναζήτηση των αιτιών που την προκαλούν, η οποία είναι αναγκαία για την εξασφάλιση και την ανάπτυξη ενός ευέλικτου προγράμματος αντιμετώπισης της. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας θα διεξαχθεί μια εμπειρική ανάλυση βασισμένη στη κατασκευή ενός μοντέλου για τους παράγοντες που επηρεάζουν τη μεταβολή του ποσοστού των υποσιτισμένων παιδιών κάτω των πέντε ετών. Τα δεδομένα προέρχονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ) και αφορούν το ποσοστό των υποσιτισμένων παιδιών κάτω των πέντε ετών σε 26 χώρες ανάλογα με το φύλο και κατά τα έτη 1990-2010. Η στατιστική ανάλυση αυτών των δεδομένων γίνεται μέσω της γλώσσας προγραμματισμού R. Η τεχνική αυτή συμβάλλει στην ικανοποιητική ανάλυση των παραπάνω δεδομένων, με στόχο την εξαγωγή όσο το δυνατόν ορθών συμπερασμάτων σχετικά με τον προσδιορισμό των παραγόντων που επηρεάζουν το ποσοστό των υποσιτισμένων παιδιών. Το συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι το ποσοστό των υποσιτισμένων παιδιών διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στις χώρες. Το 1990 έως το 2000 όλες οι χώρες αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά υποσιτισμού, με αποκορύφωμα το 2000 αλλά μετά το 2001 παρουσιάζουν μείωση του ποσοστού των υποσιτισμένων παιδιών κάτω των πέντε ετών σχεδόν όλες τις χώρες που συμπεριλήφθηκαν στο μοντέλο, το οποίο οφείλεται στην βελτίωση των υποδομών, στην οικονομική ανάπτυξη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των προγραμμάτων κοινωνικής και οικονομικής βοήθειας. Παρ’ όλα αυτά ο στόχος της μείωσης του ποσοστού των υποσιτισμένων παιδιών του Π.Ο.Υ στο 50% δεν έχει επιτευχθεί, για αυτό το λόγο υπάρχει άμεση ανάγκη επιτάχυνσης της προόδου για την επίτευξη του στόχου στο 50% έως το 2015, διότι η απλή εφαρμογή των σημερινών πολιτικών είναι αναποτελεσματική και δεν έχει επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Abstract:In recent years the fight against child poverty is at the heart of discussions, both in academia and at European level, as is a central tenet of social integration and socio-economic progress. Due to the fact that poverty and deprivation prevent millions of children have a remarkable standard of living, hinder their personal development and limit fundamental rights for a decent life and equal opportunities in the society we live. The development of appropriate policies that ensure all children the opportunity to have a better life now and in the future is a matter of vital importance. The policies implemented should contain specific objectives and indicators focusing on the children themselves. According to all research conducted through years, factors that greatly affect child well-being is the material deprivation and poor access to social services such as education, health and housing, which exacerbate the problem. Because of that fact, immediate action is required as the consequences of inaction would be catastrophic both for the future prosperity and for the development of the European Union. The first chapter of this project/work is a literature review to cover all the theoretical framework of the phenomenon of child poverty. Reference is made to the interpretation of the phenomenon, dimensions, and measurement and policy measures to be adopted worldwide. At the same time, the research for the reason causing it is presented, which is necessary to ensure and develop a flexible program to tackle it. In the second chapter of this work will be carried out an empirical analysis based on the attempt to construct a model of the factors that affect the change in the percentage of malnourished children under five. The data come from the World Health Organization (WHO) and on the proportion of malnourished children under five years in European countries according to gender in the years 1990-2010. The statistical analysis of these data is through the programming language R. This technique contributes to the satisfactory resolution of the above data, in order to export as much as possible correct conclusions on the identification of factors affecting the proportion of malnourished children. The conclusion of the research is that the percentage of malnourished children differs significantly between European countries. In 1990 to 2000, all countries face high rates of malnutrition but after 2000, exist improvement in the percentage of malnourished children under five by almost all countries, which is due to infrastructure improvements, economic development and the European Union through the programs of social and economic assistance. Nevertheless the goal of reducing the percentage of malnourished children in the WHO 50% until to 2015 has not been achieved, for this reason there is urgently needed to accelerate progress to achieve the target, because the mere implementation of current policies is ineffective.
Περιγραφή:Βιβλιογραφία: σ. 100-103
Περιγραφή:Διπλωματική εργασία - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, ΠΜΣ, κατεύθυνση Οικονομική Επιστήμη, 2014
 
 
Archives to this Item
Archive Type
7PMS_DHM_DIO_PrentiAn application/pdf
 
FedoraCommons OAI Library - Information Services, Panteion University