Διδακτορικές διατριβές
Μόνιμο URI για αυτήν τη συλλογήhttps://pandemos.panteion.gr/handle/123456789/50
Περιήγηση
Πρόσφατες Υποβολές
Τεκμήριο Ο ρόλος των ανώτερων γνωστικών λειτουργιών και της συναισθηματικής νοημοσύνης στην αποτελεσματική ηγετική συμπεριφοράΚαρατοσίδη, Χρυσοβαλάντο-Σοφία; Ιορδάνογλου, Δήμητρα; Γαζή, Αγγελική; Ζαλώνης, Ιωάννης; Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού (2024-09-25 10:15:12)Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά τις σχέσεις εγκεφάλου-συμπεριφοράς στην ηγεσία, εισάγοντας τις επιτελικές λειτουργίες ως ατομική διαφορά. Εμπειρικά δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι οι γνωστικές λειτουργίες όπως, η επίλυση προβλήματος, η ταχύτητα επεξεργασίας, η ενεργός μνήμη, η αυτοβιογραφική μνήμη παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποτελεσματική ηγεσία (Ramchandran και συν., 2016; Foxall, 2014; Waldman, 2011). Ωστόσο υπάρχει ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης του νευρογνωστικού προφίλ της ηγεσίας καθώς η υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι μέχρι στιγμής αμφιλεγόμενη. Οι επιτελικές λειτουργίες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ικανότητα απόκρισης και προσαρμογής σε νέες καταστάσεις, αποτελούν την βάση πολλών γνωστικών, συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων και εμπλέκουν τον προμετωπιαίο φλοιό. Οι ψυχρές επιτελικές λειτουργίες εκδηλώνονται σε συνθήκες απαλλαγμένες από συναίσθημα και σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα. Οι θερμές επιτελικές λειτουργίες αναδύονται σε περιβάλλοντα που εμπλέκουν συναίσθημα, κίνητρο, άμεση ευχαρίστηση ή μακροπρόθεσμη ανταμοιβή. Αναλυτικότερα, η παρούσα διατριβή μελετά τον ρόλο των θερμών και των ψυχρών επιτελικών λειτουργιών στην αποτελεσματική ηγεσία λαμβάνοντας υπόψιν τον διαμεσολαβητικό ρόλο της προσωπικότητας, της γενικής νοητικής ικανότητας και της συναισθηματικής νοημοσύνης. Επίσης, διερευνά τη σχέση των επιτελικών λειτουργιών με τη συμπεριφορική συναισθηματική νοημοσύνη, λαμβάνοντας υπόψιν τις παραπάνω μεταβλητές. Το δείγμα αποτέλεσαν τριακόσια δεκαέξι άτομα αποτελούμενα από δύο ομάδες (φοιτητές/ριες και ηγέτες), τα οποία αξιολογήθηκαν με νευροψυχολογικές δοκιμασίες που εκτιμούν τομείς επιτελικών λειτουργιών και απάντησαν σε ερωτηματολόγια που αξιολογούν την προσωπικότητα, τη γενική νοητική ικανότητα, τη συναισθηματική νοημοσύνη ως χαρακτηριστικό, τη συναισθηματική κοινωνική νοημοσύνη και την αποτελεσματικότητα στην ηγεσία. Η μέτρηση της αποτελεσματικότητας και της συναισθηματικής κοινωνικής νοημοσύνης έγινε μέσω αυτοαξιολογήσεων και ετεροαξιολογήσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ψυχρές επιτελικές λειτουργίες επιδρούν στην ηγεσία, τονίζοντας τον διαμεσολαβητικό ρόλο της προσωπικότητας. Ακόμα, αναδείχθηκε η αντισταθμιστική σχέση των γνωστικών λειτουργιών με επιμέρους τομείς της συμπεριφορικής συναισθηματικής νοημοσύνης. Τέλος, βρέθηκε ότι οι ηγέτες εμφανίζουν καλύτερη επίδοση σε τομείς επικοινωνιακών ικανοτήτων, εύρους προσοχής και ενεργού μνήμης σε σχέση με τους φοιτητές/τριες. Η διαφορά αυτή είναι πιθανό να εξηγηθεί από τη διαφορά εμπειριών άσκησης ηγεσίας μεταξύ των δύο ομάδων και αναδεικνύει τη σημασία της ανάπτυξης των συγκεκριμένων γνωστικών λειτουργιών στους νέους και νέες ώστε να γίνουν οι αποτελεσματικοί ηγέτες του μέλλοντος. Συνοψίζοντας, οι θερμές και ψυχρές επιτελικές λειτουργίες ανοίγουν έναν νέο δρόμο στην έρευνα της οργανωσιακής νευροεπιστήμης, παρέχοντας μια άμεση μη επεμβατική σύνδεση της εγκεφαλικής λειτουργίας με την ηγετική συμπεριφορά.Τεκμήριο Από το πολιτικό τραγούδι στα "σκυλάδικα": η διαμόρφωση της λαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας στην Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσηςΚανέλλος, Γεώργιος; Ανδριάκαινα, Ελένη; Βεντούρα, Λίνα; Παναγιωτόπουλος, Παναγιώτης; Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (2023-12-21 11:29:02)H παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται τις διαδικασίες συγκρότησης της «λαϊκής» κοινωνικής και πολιτιστικής ταυτότητας στην Ελλάδα κατά την περίοδο της πρώιμης και ύστερης μεταπολιτευτικής περιόδου, εστιάζοντας συγκεκριμένα στην περίοδο από το 1974 έως το 1989. Ειδικότερα, στοχεύει στη διερεύνηση των μεταβολών που συντελούνται στο χώρο της λαϊκής κουλτούρας κατά την περίοδο αυτή, με πιο σημαντική τη μετάβαση από την περίοδο κυριαρχίας του πολιτικού τραγουδιού στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1974 και 1977, έως τη σταδιακή ανάδυση της σκηνής του «σκυλάδικου» και της «μεγάλης πίστας» κατά τη δεκαετία του 1980. Παράλληλα, η έρευνα θα στραφεί στις κεντρικότερες πτυχές αυτών των μεταβολών, όπως η απενοχοποίηση του στοιχείου του «γλεντιού», μια τάση που βρίσκεται σε αντίθεση με τα ειωθότα της προδικτατορικής περιόδου. Επιπροσθέτως, η διατριβή εστιάζει στην πρόσληψη των μεταβολών αυτών από ολόκληρο το πολιτικό και κομματικό φάσμα. Πιο συγκεκριμένα, θα εξεταστούν οι διαφορετικές στρατηγικές προσλήψης της λαϊκής μουσικής από τα δύο μεγάλα κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, από τα δύο Κομμουνιστικά Κόμματα, καθώς και από ερευνητές της λαϊκής μουσικής, όπως οι αρθρογράφοι του μουσικού περιοδικού Ντέφι. Αναφορικά με το ΠΑΣΟΚ, η πρόσληψή του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς, ως κυβερνόν κόμμα κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1980, συνέβαλε ποικιλοτρόπως στην αναγνώριση του λαϊκού τραγουδιού, διακρίνοντας εγκαίρως τις δυνατότητες πολιτικής αξιοποίησης της λαϊκής μουσικής. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα αξιοποιηθούν παραθέματα από τον Τύπο και από κομματικά αρχεία.Τεκμήριο Λαϊκή συμμετοχή και πολιτική υγείας την περίοδο της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου: η περίπτωση του Υπουργού Υγείας Πέτρου Κόκκαλη.Κορμπάκης, Ευστράτιος; Κωστόπουλος, Τρύφωνας Ι.; Λύτρας, Ανδρέας Ν.; Κήπας, Μιλτιάδης Ιω.; Τμήμα Κοινωνιολογίας (2023-06-15 15:29:49)Η παροχή υπηρεσιών υγείας αποτελεί βασική ανάγκη κάθε κεντρικής διοίκησης και καταγράφεται ως προτεραιότητα της οργανωμένης κοινωνίας ακόμη και σε συνθήκες πολέμου, κατοχής ή κοινωνικής εξέγερσης. Κατά την περίοδο της κατοχής της Ελλάδας το διάστημα 1941 – 1944 αυτή η ανάγκη καλύφθηκε κυρίως από τις δομές που δημιούργησε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το οποίο ήταν ουσιαστικά η μόνη οργανωμένη δύναμη που μπορούσε να οργανώσει πολιτική υγείας, βασιζόμενο στην ενεργό συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα. Οργανωτικός βραχίονας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση και εξέλιξη των υγειονομικών υπηρεσιών αποτέλεσε η δημιουργία της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης το 1944. Οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την απελευθέρωση της Ελλάδας οδήγησαν στον τρίχρονο εμφύλιο πόλεμο την περίοδο 1946 – 1949. Αντίπαλες παρατάξεις υπήρξαν ο Εθνικός Κυβερνητικός Στρατός από την μία πλευρά και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας από την άλλη. Την ευθύνη για την άσκηση πολιτικής υγείας την είχε από την πλευρά του Εθνικού Στρατού η επίσημη κυβέρνηση των Αθηνών και από την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση. Υπουργός υγείας τόσο στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης όσο και στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση διετέλεσε ο γιατρός Πέτρος Κόκκαλης του οποίου η συμβολή ήταν καθοριστική στην πολιτική υγείας που ασκήθηκε στην διάρκεια της κατοχής από τις δυνάμεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και στην διάρκεια του εμφυλίου από τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού. Η διατριβή αποτελείται από τρία βασικά μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην περίοδο της Ελληνικής κατοχής από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους και αναλύονται οι υγειονομικές δομές που δημιούργησε το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ καθώς και το επίπεδο τηςλαϊκής συμμετοχής. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής αναλύεται η πολιτική υγείας του Δημοκρατικού Στρατού και του Εθνικού Στρατού κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ενώ το τρίτο μέρος αναφέρεται στην προσωπικότητα του Πέτρου Κόκκαλη και στην συμμετοχή του στα γεγονότα που σημάδεψαν την ταραχώδη δεκαετία του 1940.Τεκμήριο Οι σχέσεις του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στη δεκαετία του 1940Τσάνο, Αποστόλης; Λαγάνη, Ειρήνη; Παπαστράτης, Προκόπης, 1945-; Παπαδημητρίου, Δέσποινα Ι.; Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (2023-09-04 13:17:07)Οι σχέσεις του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας (ΚΕΑ) με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚE) τη δεκαετία 1940 αποτελούν μια σημαντική πτυχή στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στις δύο χώρες, αλλά και της ιστορίας του αλβανικού και του ελληνικού λαού. Με τη συνεργασία που αναπτύχθηκε μεταξύ των Αλβανών και των Ελλήνων κομμουνιστών εκείνη την πολύ κρίσιμη δεκαετία του 20ου αιώνα, επιχειρήθηκε μια διεθνιστική και από κοινού αντιμετώπιση των μεγάλων πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών που επήλθαν στις δύο χώρες από την κατάκτησή τους από την φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε τόσο την περίοδο της Απελευθέρωσης των δυο χωρών όσο και στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα το 1946-1949. Επιπλέον, η μελέτη των σχέσεων μεταξύ των δύο κομμάτων παρουσιάζει πρωτότυπο ιστοριογραφικό ενδιαφέρον, αφού μέχρι και σήμερα το θέμα ελάχιστα έχει καλυφθεί από την ελληνική, την αλβανική και τη διεθνή βιβλιογραφία.Τεκμήριο Επικοινωνιακές πρακτικές καινοτόμων εκπαιδευτικών λογισμικών στον τομέα επιβολής του νόμου της ΕΕΑσπρογέρακα, Άννα-Μαρία; Σκαρπέλος, Ιωάννης Π.; Τσακαρέστου, Μπέττυ; Πασχαλίδης, Γρηγόρης; Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού (2023-07-23 01:46:11)Το συνεχές μεταβαλλόμενο πλαίσιο που παράγεται από τις θεσμικές πρακτικές και τις διαδικασίες λήψης πολιτικών αποφάσεων όπως εκθέσεις ανάλυσης κινδύνων και κατάταξης προτεραιοτήτων για την αντιμετώπιση του εγκλήματος, αντιπροσωπεύει μια πολυεπίπεδη μορφή εξουσίας που ασκείται και εντός του εκπαιδευτικού στρατηγικού σχεδιασμού των φορέων κατάρτισης για την ασφάλεια.Ο σχεδιασμός αποτελεσματικών εκπαιδευτικών υπηρεσιών και η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών αιχμής, δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο θεώρησης του τι είναι ασφάλεια από τους θεσμικούς παράγοντες, το ποιος και τι θεωρείται απειλή, ποιος και πόσοι έχουν ανάγκη προστασίας, αλλά και από το ίδιο το έγκλημα και τα μέσα που χρησιμοποιεί. Ως αποτέλεσμα, για να μπορούν οι επαγγελματίες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων διαχείρισης κινδύνων, τα μέσα που αξιοποιούνται ως εκπαιδευτικά εργαλεία καθώς και οι πρακτικές ταχείας επιμόρφωσης που τα υιοθετούν, επαναπροσδιορίζονται συνεχώς. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, το meta-discourse της ευρωπαϊκής κοινής εκπαίδευσης που μεριμνά για την ασφάλεια, δεν επικεντρώνεται πια μόνο στην ανάπτυξη τεχνολογιών διακυβέρνησης ή στην ενίσχυση των τεχνικών γνώσεων των επαγγελματιών για την διαχείριση των τεχνολογιών αιχμής που χρησιμοποιεί ο «εχθρός», αλλά εστιάζει στη διερεύνηση των κοινωνικοπολιτισμικών και ανθρωπολογικών συνθήκων στις οποίες αυτός εντάσσεται. Υπο την διάσταση της επαγγελματοποίησης της διδακτικής κοινωνικών φαινομένων, αυτό το εκπαιδευτικό μοντέλο θέλει να υπογραμμίσει πιο έντονα από ποτέ την κοινωνικά υπεύθυνη δράση του. Με αυτή την θεώρηση της πολιτικής που διαμορφώνει την εκπαιδευτική στρατηγική των φορέων κατάρτισης επιβολής του νόμου, η διατριβή εξετάζει το σύνολο των εκπαιδευτικών διαδραστικών εφαρμογών και κυρίως αυτών των βασισμένων σε μηχανισμούς ψηφιακών παιχνίδιών, ως αναπόσπαστο μέρος των πρακτικών που συνδέονται με την ασφάλεια και την παραγωγή γνώσεων και ικανοτήτων χειρισμού της πολιτισμικής ετερότητας αυτού που «απειλεί».Αυτά τα εστιασμένα στη προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Επικοινωνία εργαλεία, μελετήθηκαν ως μέρος ενός dispositif που ενσωματώνει με σημαντικούς τρόπους τη νοοτροπία όλων των δρώντων υποκειμένων που προ-δομούν το σύνολο των χαρακτηριστικών που επιχειρούν να διαμορφώσουν το χαρακτήρα των επιμέρους πλαισίων (contexts) εντός των οποίων υιοθετούνται οι πολιτικές έκτακτης περίστασης ως πρακτικές διδακτικής φύσεως. Επιχειρήθηκε, δηλαδή, η ανάδειξη του ετερογενούς συνόλου των επικοινωνιακών πράξεων και πρακτικών των δεδομένων πλαισίων που περιβάλλουν τόσο το σχεδιασμό, όσο και την αξιοποίηση τους. Με λίγα λόγια και υπο το πρίσμα της πολυτροπικής θεωρίας της επικοινωνίας (multimodality), η παρούσα διατριβή εξετάζει την πολυτροπική in game σημειωτική πτυχή αυτών των τεχνουργημάτων και τις δυνατότητες παραγωγής εκπαιδευτικού λόγου από την άποψη των αποφάσεων που κλήθηκαν να λάβουν τα μέλη των ομάδων του συγκεκριμένου πεδίου κατά το σχεδιασμό τους (in-game semiosis), ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει την σπουδαιότητα της επιρροής των extra-ludic παραγόντων στην παραγωγή νοήματος για τη δεδομένη ψηφιακή εμπειρία (extra-ludic semiosis). Η εργασία εστιάζει στην ανάλυση και κριτική των τεχνουργημάτων που αξιοποιούνται στα προγράμματα του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου CEPOL, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής FRONTEX και των προγραμμάτων επιμόρφωσης της ΕUROPOL που απευθύνονται στους εμπειρογνώμονες που μεριμνούν για την ασφάλεια στο κυβερνοχώρο. Επιπλέον, μελετήθηκε και αναλύθηκε το πλαίσιο συνεργασίας και σχεδιασμού προγραμμάτων επιμόρφωσης μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου που υποστηρίζουν τον κύκλο πολιτικής αντιμετώπισης του εγκλήματος στην Ε.Ε, EMPACT.Τεκμήριο Το τραύμα του εκπατρισμού ως ταυτότητα;: αφηγήσεις αιτούντων άσυλο στην ΑθήναΚολοβός, Κωνσταντίνος; Τσιμουρής, Γιώργος, 1956-; Γκέφου-Μαδιανού, Δήμητρα; Αθανασίου, Αθηνά; Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (2023-10-11 11:51:31)Η παρούσα διατριβή αφορά στις επιπτώσεις του τραύματος στην συγκρότηση της ταυτότητάς των προσφυγισσών/προσφύγων και τον αντίκτυπο της αναγκαστικής μετανάστευσης στην ψυχική τους υγεία και την κατάσταση της ψυχικής τους ευημερίας σε συνδυασμό με την έκθεσή τους σε επισφαλείς συνθήκες υποδοχής και ένταξης στην Ελλάδα. Αποτελεί μια συμβολή στις μελέτες για το τραύμα και την κοινωνική ταυτότητα των προσφύγων. Διερευνάται πώς η παρουσία έντονων τραυματικών γεγονότων και καταστάσεων επηρεάζει την συγκρότηση της υποκειμενικότητάς τους και τον τρόπο που οι ίδιες αντιλαμβάνονται και αφηγούνται την προσωπική ή οικογενειακή τους ζωή. Μνήμες διώξεων επηρεάζουν τον τρόπο που ανακαλούν εμπειρίες από το παρελθόν και τη διαδικασία ενεργοποίησης των μηχανισμών άμυνας, ενώ παράλληλα αγωνίζονται να ενταχθούν στην κοινωνία υποδοχής. Διερευνώ σε ποιο βαθμό ο βίαιος εκπατρισμός τους και οι συνακόλουθες τραυματικές εμπειρίες (απώλεια, μαρτυρίες θανάτου, φυλάκιση, έμφυλη βία) προσδιορίζουν την ταυτότητα των πληροφορητριών μου και τη διαδικασία ένταξής τους στις κοινωνίες της Ευρώπης. Επιπλέον, επιχειρώ την ανάδειξη των διαδικασιών μεταβίβασης της μνήμης των προσφυγισσών στις επόμενες γενιές. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη ή η απουσία συναισθηματικών κοινοτήτων, όπου οι προσφύγισσες μπορούν να μοιραστούν τα συναισθήματά τους και την κοινή εμπειρία με τους άλλους συμμετέχοντες, είναι πολύ σημαντική στη διαδικασία αναδόμησης της ταυτότητάς τους και διαχείρισης τραυματικών εμπειριών, καθώς συμβάλλει στην αίσθηση του ανήκειν. Υπογραμμίζω επίσης το ρόλο της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, τη σημασία του διαγενεακού περιβάλλοντος, απωθημένων ή/και κατακερματισμένων πτυχών της ταυτότητάς τους (θραύσματα μνήμης γονέων κ.λπ.), που αν και βιώνονται ως κάτι ξένο προς αυτές, καθίστανται εν τέλει συστατικά μέρη της ταυτότητάς τους και μεταβιβάζονται ακολούθως στην επόμενη γενιά. Στην επιτόπια έρευνά μου χρησιμοποίησα ως βασικά μεθοδολογικά εργαλεία τη συμμετοχική παρατήρηση και την προφορική ιστορία (αφηγήσεις ζωής) για να προσεγγίσω ένα ευρύ φάσμα της καθημερινής ζωής των συνομιλητριών μου. Στόχος μου είναι μέσα από τις αφηγήσεις των προσφυγισσών να παρακολουθήσω την προσπάθειά τους να αρθρώσουν την οδύνη τους λεκτικά ή μέσω της σιωπής τους. Ο κύριος σκοπός μου είναι να κατανοήσω τη διαδικασία αντιμετώπισης ενός ενεργού τραύματος, την ώρα που οι γυναίκες πρόσφυγες ζουν σε συνθήκες επισφάλειας και προσωρινότητας, περιμένοντας το επόμενο βήμα, δίχως τη δυνατότητα να σχεδιάσουν το άμεσο μέλλον τους, λόγω των συνθηκών υποδοχής που πηγάζουν από περιοριστικές ελληνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές. Δεν εξετάζονται μόνο οι αντιδράσεις των γυναικών όταν φτάνουν στην Ελλάδα μετά τις αντιξοότητες του ταξιδιού τους, αλλά διερευνώνται όλες οι φάσεις του κύκλου του τραύματος που μπορούν να παραταθούν χρονικά μετά την άφιξή τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα αφηγηματικά μονοπάτια που ανέπτυξαν οι συνομιλήτριές μου στην προσπάθειά τους να συμβιβαστούν με έντονα τραύματα που δύσκολα μπορούν να διατυπωθούν και να επικοινωνηθούν. Λόγω του συναισθηματικού φορτίου που έπρεπε να αντιμετωπίσουν αυτές οι γυναίκες για να επικοινωνήσουν την οδύνη τους, χρειάστηκε να δημιουργήσω μια ουσιαστική σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους.Τεκμήριο Χαμένες πατρίδες στις εικαστικές τέχνες: τραύμα, μνήμη και ταυτότηταΘωμοπούλου, Αντωνία; Κοτέα, Μαριάνθη Γ. Α.; Σαπουνάκη-Δρακάκη, Λυδία; Διάλλα, Άντα; Τμήμα Κοινωνιολογίας (2023-03-13 07:41:50)Η διατριβή αυτή απαρτίζεται από έξι ενότητες και δύο Παραρτήματα Α΄ και Β΄, με στοιχεία για τη ζωή και το έργο των προσφύγων εικαστικών. Βασικό ζητούμενο της εργασίας αυτής ήταν η διερεύνηση και η παρουσίαση των διαφορετικών τρόπων αποτύπωσης του βιώματος της προσφυγιάς στις εικαστικές τέχνες. Αναδείχθηκαν οι αναπαραστάσεις του προσφυγικού τραύματος και των μετασχηματισμών του, με άξονες τη μνήμη - ατομική, συλλογική, ιστορική – και την προσφυγική ταυτότητα. Η μελέτη πλαισιώθηκε από τη βαθύτερη κατανόηση του προσφυγικού ζητήματος του 1922 με αναφορές: α) στο χρονικό της έλευσης των προσφύγων, β) στο χρονικό της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών γ) στις συνθήκες εγκατάστασης αποκατάστασης και ενσωμάτωσης δ) στις καθοριστικές εξελίξεις στην πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία και τον πολιτισμό. Τονίστηκαν τα στοιχεία που συνδιαμόρφωσαν τις πολιτιστικές εξελίξεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, όπως ήταν η κοινωνική και πολιτιστική οργάνωση των προσφύγων στη νέα πατρίδα και η ισχυρή επίδραση του τραύματος του ξεριζωμού, το οποίο εκφράστηκε μέσα από διαφορετικά είδη καλλιτεχνικής δημιουργίας: τη μουσική, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία, το θέατρο, τον κινηματογράφο και τις εικαστικές τέχνες. Παράλληλα διερευνήθηκε η καλλιτεχνική διεργασία μέσα από τα δίπολα: κωδικοποίηση οπτικής έννοιας - μορφοποίηση του υλικού, θέαση έργου τέχνης - ενεργητική διαδικασία, κοινωνική λειτουργία έργου τέχνης - έργο καθρέφτης διαφορετικών εκφάνσεων του κόσμου, “καλλιτέχνης και πόλη” - προσφυγική γειτονιά που άλλαξε σε λαϊκή - αλληλεγγύη και αγωνιστική διάθεση των προσφύγων, πρόσφυγες και γηγενείς στις ίδιες ομάδες - διαδικασία ουσιαστικής αφομοίωσης και τέλος η έκφραση της μνήμης της “Χαμένης Πατρίδας” και του τραύματος - ως πρακτική μνημόνευσης που μετατράπηκε σε ιστορική μνήμη και διαμόρφωσε τη γνώση και τις πεποιθήσεις στις επόμενες γενιές. Επιλέχθηκε η ποιοτική διερευνητική μέθοδος με τη διενέργεια βιβλιογραφικής - αρχειακής και εμπειρικής έρευνας πάνω σε αρχεία, πρωτογενή δεδομένα πεδίου και συνεντεύξεις, όπου συνδυάστηκαν η μακροσκοπική με τη μικροσκοπική προσέγγιση με κατάλληλες μελέτες περίπτωσης, διαρκή προσαρμοστικότητα και καθορισμό κατηγοριών. Η εκτεταμένη έρευνα μακροσκοπικής κλίμακας κατέδειξε 112 πρόσφυγες Έλληνες και Ελληνίδες εικαστικούς: Κωνσταντινούπολη - 53, Μικρά Ασία - 44 (Σμύρνη 22), Ανατολική Ρωμυλία - 5, Πόντος - 2, Ανατολική Θράκη - 3, Ρωσία - 3, Ίμβρος - 1 και Κωνστάντζα - 1. Ακολούθησε η εμπεριστατωμένη μελέτη του έργου και της κοσμοθεωρίας των εικαστικών και η σκιαγράφηση του προφίλ τους, το οποίο διατυπώθηκε ως “ο/η πολυδιάστατος/-η και πολυπράγμων” καλλιτέχνης/-χνιδα. Οι δημιουργοί ξεχώρισαν για τα σημαντικά τους επιτεύγματα, την ποικιλομορφία της εικαστικής τους έκφρασης, την καινοτομία και τον πειραματισμό, το ανθρωποκεντρικό στοιχείο, την αποφυγή των στερεοτυπικών απεικονίσεων, την απελευθέρωση, τόσο των υλικών, όσο και της ίδιας της καλλιτεχνικής διαδικασίας (βιωματική προσέγγιση). Κατόπιν διενεργήθηκαν οι σχετικές μελέτες περίπτωσης και η έρευνα εστίασε από το μακροσκοπικό στο μικροσκοπικό. Τα εικαστικά έργα, τα οποία αφορούσαν την τραυματική εμπειρία της προσφυγιάς ομαδοποιήθηκαν σε 4 κατηγορίες. Τα έργα της πρώτης κατηγορίας έχουν απεικονίσει αυτούσιο το τραυματικό γεγονός ή σε διαφορετικά στάδια της εξέλιξής του, 12 περιπτώσεις. Μέσα από τα εικαστικά έργα της δεύτερης κατηγορίας έχει καταγραφεί η ενσωμάτωση στη “Νέα Πατρίδα”, 6 μελέτες περίπτωσης, αναπαριστώντας κυρίως τον αγώνα για επιβίωση, αποδοχή και ενσωμάτωση στον τόπο εγκατάστασης. Εδώ ανήκουν και περιπτώσεις έργων με αναπαραστάσεις, που αφορούν στην παράδοση και την πολιτισμική μνήμη, 25 περιπτώσεις. Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν έργα με συμβολισμούς και αλληγορίες, συνολικά 11 περιπτώσεις και αναλυτική μελέτη των 2, για τις οποίες υπάρχει και συνέντευξη. Οι εικαστικοί εδώ κράτησαν τον πόνο του τραύματος και επέλεξαν να μορφοποιήσουν τον μετασχηματισμό του τραυματικού βιώματος με συμβολικό ή αλληγορικό τρόπο. Στην τέταρτη κατηγορία ανήκουν έργα που εκφράστηκαν με κριτική απέναντι στο εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό σύστημα και με ευαισθητοποίηση απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και την αδικία, 3 μελέτες περίπτωσης. Ιδιαίτερη εδώ είναι η παρουσία της ομάδας των σκιτσογράφων και των γελοιογράφων, οι οποίοι εδραίωσαν στην Ελλάδα το σκίτσο και την κοινωνικοπολιτική σάτιρα, καθώς και οι περιπτώσεις αναπαραστάσεων ενδυνάμωσης της αλληλεγγύης και του αλτρουισμού, με τη χαρακτηριστική θεματική “Γυναίκα και παιδί”, αλλά και τη διάθεση των εικαστικών να δράσουν ομαδικά. Εν συνεχεία, ανιχνεύθηκε η συσχέτιση ανάμεσα στις κατηγορίες αποτύπωσης της τραυματικής εμπειρίας της προσφυγιάς και στη διαδικασία απόσβεσης του τραύματος, με τη μελέτη 5 χαρακτηριστικών περιπτώσεων επιγόνων προσφυγικής καταγωγής. Καθώς το έτος ολοκλήρωσης της διατριβής συνέπεσε με την επέτειο των 100 χρόνων από το 1922, αποτέλεσε μία σημαντική ερευνητική πρόκληση, η συσχέτιση ανάμεσα στα αποτελέσματα της εργασίας αυτής και στον τρόπο εορτασμού της επετείου στην ελληνική κοινωνία. Η επέτειος γιορτάστηκε με πολυάριθμες πολιτιστικές δράσεις και εκδηλώσεις και δεν αποσιωπήθηκε, συνηγορώντας περισσότερο υπέρ της απόσβεσης του τραυματικού βιώματος της προσφυγιάς, γεγονός που επιβεβαιώνεται άλλωστε από την πλειοψηφία των περιπτώσεων που μελετήθηκαν.Τεκμήριο Το έργο των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης: θεωρήσεις, εκτιμήσεις και πρακτικές στην Ελλάδα.Τσικνάκου, Ελένη; Καντζάρα, Βασιλική; Καραμπελιάς, Γεράσιμος; Riboli, Diana; Τμήμα Κοινωνιολογίας (2023-05-02 06:48:19)Στη διατριβή αυτή παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα της έρευνάς μας αναφορικά με το έργο των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Όπως φαίνεται και από τον τίτλο μας ενδιέφερε να διερευνήσουμε τις υπάρχουσες θεωρήσεις αυτού του έργου τόσο από την οπτική των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης όσο και από την οπτική της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής. Πέρα από τις θεωρήσεις μας ενδιέφερε να διερευνήσουμε τις υπάρχουσες εκτιμήσεις αναφορικά με την αξιολόγηση αυτού του έργου και να εντοπίσουμε πώς αυτές, θεωρήσεις και εκτιμήσεις, επηρεάζουν τις πρακτικές άσκησης του έργου των εκπαιδευτικών στην χώρα μας. Για την έρευνα χρησιμοποιήσαμε το ποιοτικό παράδειγμα, με κυρίαρχες μεθόδους τις ημι – δομημένες συνεντεύξεις σε εκπαιδευτικούς της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, γιατί μας ενδιέφερε να αποτυπωθεί η δική τους άποψη αναφορικά με το έργο τους και την αξιολόγησή του, και η ανάλυση περιεχομένου στις νομοθετικές διατάξεις αναφορικά με το επάγγελμα των εκπαιδευτικών, γιατί μας ενδιέφερε να εξεταστεί κι η οπτική της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής αναφορικά με το φαινόμενο που εξετάσαμε. Ως φίλτρο των δεδομένων μας χρησιμοποιήθηκε η προσέγγιση της συμβολικής διαντίδρασης, γιατί ενδιαφερόμασταν να εντοπίσουμε και να κατανοήσουμε τη νοηματοδότηση των εκπαιδευτικών και της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής για το έργο των εκπαιδευτικών, καθώς κι η προσέγγιση της θεμελιωμένης θεωρίας, γιατί η θεωρία θεμελιώνεται στον εμπειρικό κόσμο, έτσι όπως αποτυπώνεται στις συνεντεύξεις των εκπαιδευτικών. Τα συμπεράσματα της έρευνας εξηγούν και ερμηνεύουν τη στάση που τηρούν οι εκπαιδευτικοί της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης τόσο απέναντι στο έργο τους, όπως και απέναντι στην αξιολόγησή του. Παράλληλα, εξηγούν τη στάση της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής απέναντι στο έργο των εκπαιδευτικών. Αυτό γιατί στην ελληνική κοινωνία εντοπίζονται κυρίαρχα αφηγήματα αναφορικά με το επάγγελμα των εκπαιδευτικών. Τα αφηγήματα αυτά φαίνεται να επηρεάζουν όχι μόνο τη νοηματοδότηση του έργου από τις/τους εκπαιδευτικούς, δηλαδή το πού δίνουν αξία κατά την επιτέλεση αυτού, αλλά και να εγκολπώνονται στις αποφάσεις της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής. Έτσι, διαμορφώνονται διαφορετικές νοηματοδοτήσεις ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και την εκπαιδευτική πολιτική, με αποτέλεσμα να εκτιμάται διαφορετικά η αξιολόγηση ως διαδικασία και να διαμορφώνεται διαφορετική στάση απέναντι σε αυτήν. Οι βασικές κατηγορίες νοηματοδότησης που προέκυψαν είναι των επαγγελματιών εκπαιδευτικών και των λειτουργών εκπαιδευτικών. Κάθε μία εξ αυτών, ωστόσο, συμπεριλαμβάνει στάσεις που αφορούν τα δύο άκρα και το κέντρο. Γι’ αυτό οι τελικές κατηγορίες που προέκυψαν ήταν έξι (6). Επομένως, οι εκπαιδευτικοί ως ομάδα φέρουν διαφορετικές νοηματοδοτήσεις του έργου και της αξιολόγησής του. Αντίστοιχα κι η επίσημη εκπαιδευτική πολιτική. Η κατανόηση των νοηματοδοτήσεων αυτών ερμηνεύει τη στάση των εκπαιδευτικών απέναντι στο επάγγελμα και το έργο τους και τη στάση τους απέναντι στην αξιολόγηση αυτού του έργου από την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική. Από την άλλη πλευρά, εξηγεί τη διάσταση απόψεων αναφορικά με την επικείμενη αξιολόγηση. Η διαφορετική νοηματοδότηση δεν εξυπηρετεί την αμφίδρομη και εποικοδομητική επικοινωνία ανάμεσα στις/στους εκπαιδευτικούς της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και το Υπουργείο Παιδείας. Γι’ αυτό ευελπιστούμε τα συμπεράσματα της έρευνας αυτής να χρησιμοποιηθούν από την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική, για να κατανοήσει το τι κάνουν οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία και το πώς το αποτιμούν, ώστε να προκύψει ένας κοινός δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσά τους. Ωστόσο, επειδή τα υποκείμενα της έρευνας προήλθαν από τα Δυτικά και Βόρεια Προάστια των Αθηνών, θεωρούμε ότι χρειάζονται επιπλέον έρευνες σε εκπαιδευτικούς από όλη την Ελλάδα, για την επιβεβαίωση της θεωρίας αυτής.Τεκμήριο Διεθνείς οργανισμοί, μετανάστευση και ο ιδιωτικός τομέας: η Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως εξ Ευρώπης, 1951-1980Λημνιός-Σέκερης, Δημήτριος; Βεντούρα, Λίνα; Χαρλαύτη, Τζελίνα, 1958-; Δαμηλάκου, Μαρία; Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (2023-02-24 16:03:00)Η διδακτορική διατριβή διερευνά τη σχέση των διεθνών οργανισμών, των κρατών και των επιχειρήσεων, με τη διαχείριση της μεταπολεμικής μετανάστευσης από την Ευρώπη προς τις υπερπόντιες χώρες του Δυτικού Μπλοκ. Κεντρική ιδέα είναι πως η μεταναστευτική διαδικασία παράγει κέρδος το οποίο καρπώνονται όσοι μεσολαβούν στη διευκόλυνσή της. Υποστηρίζει δηλαδή, ότι η ίδια η μετανάστευση δημιουργεί και υποστηρίζεται από μία ‘βιομηχανία’ μετανάστευσης (migration industry). Εξετάζει λοιπόν ακριβώς τη δημιουργία και την οργάνωση της μεταναστευτικής υποδομής (migration infrastructure), δηλαδή τις υλικές προϋποθέσεις και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η ανθρώπινη κινητικότητα εκτός των εθνικών συνόρων, αποτέλεσε αντικείμενο διακρατικής διαχείρισης με παράλληλο στόχο την ενίσχυση της επιχειρηματικής κερδοφορίας. Στο κέντρο της έρευνας είναι η Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως εξ Ευρώπης (ΔΕΜΕ), τα κράτη-μέλη της, και οι ναυτιλιακές και οι αεροπορικές εταιρίες υπό την σημαία τους, οι οποίες συμμετείχαν στη μεταφορά μεταναστών και προσφύγων υπό την αιγίδα της ΔΕΜΕ μεταξύ 1951 και 1980.Τεκμήριο Η πολιτική οικονομία του χρέους : η περίπτωση μελέτης της ΝιγηρίαςOgunyemi, Stephen Ayodeji; Κούτρης, Ανδρέας Ν.; Βεργόπουλος, Κώστας Β., 1942-; Τσάλτας, Γρηγόρης Ι., 1950-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 1995)Τεκμήριο Η πολιτική φιλοσοφία της αρχαιοελληνικής τέχνηςΑντωνοπούλου-Τρέχλη , Ζωή; Γιανναράς, Χρήστος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 1997)Τεκμήριο Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεων κατά τη Συνθήκη ΕΟΚ : εφαρμογή στο τομέα της κρατικής επιχειρηματικής δράσης και στη διαδικασία των αποκρατικοποιήσεωνΒαδραχάνης, Μιλτιάδης; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 1991)Τεκμήριο Η διασφάλιση της προστασίας του πολίτη έναντι της δημόσιας διοίκησης και οι μηχανισμοί ελέγχου αυτήςΣωτηροπούλου, Εμμανουέλα Δ.; Μαρκαντωνάτου- Σκαλτσά, Ανδρομάχη; Κόρσου-Παναγοπούλου, Μαρία-Ελένη; Βενετσανοπούλου, Μαρία Γ.; Πάντειο Πανεπιστήμιο,Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Στο σύγχρονο συνεχές μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον, η Δημόσια Διοίκηση οφείλει να παρακολουθεί τα νέα δεδομένα, να είναι ευέλικτη, να προσαρμόζεται στις αλλαγές και στις απαιτήσεις της κοινωνίας, να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις ανάγκες των πολιτών. Πώς μπορεί να το πετύχει αυτό; Με τον επανακαθορισμό του ρόλου της και του είδους των υπηρεσιών που προσφέρει στους πολίτες, με την χρήση νέων τεχνολογιών, με τον εκσυγχρονισμό και την απλοποίηση των διαδικασιών. Αντικείμενο της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής αποτελεί η παρουσίαση και ανάλυση, από τη μια των μέσων που διαθέτει ο πολίτης για την διασφάλιση της προστασίας του έναντι των αυθαιρεσιών της Δημόσιας Διοίκησης και από την άλλη των υφιστάμενων ελεγκτικών μηχανισμών της δράσης της. Βασικός της στόχος είναι να διεισδύσει στα αίτια που προκαλούν την δυσπιστία του πολίτη αναφορικά με την δράση της Δημόσιας Διοίκησης, να ανιχνεύσει τα φαινόμενα εκείνα τα οποία προκαλούν την αναποτελεσματικότητα της και να προτείνει τη λήψη άμεσων μέτρων με κύριο στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών της. Μέσα από την παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου, την ανάλυση των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, των θεσμοθετημένων δικαιωμάτων των πολιτών στην ελληνική και ενωσιακή έννομη τάξη, ως παράμετροι οριοθέτησης της προστασίας τους, καθώς επίσης και την κριτική παρουσίαση των τρόπων ελέγχου της διοικητικής δράσης, παραδοσιακών και νέας μορφής, σε συνάρτηση με την επεξεργασία της πλούσιας νομολογίας, θα επιχειρηθεί να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα αν ο πολίτης προστατεύεται αποτελεσματικά έναντι της Δημόσιας Διοίκησης. Ταυτόχρονα, θα επιχειρηθεί να αναζητηθούν νέοι τρόποι εκσυγχρονισμού της για την ριζική αναμόρφωση του τρόπου λειτουργίας της, ώστε ο πολίτης να επανακτήσει την εμπιστοσύνη του απέναντι στην Δημόσια Διοίκηση.Τεκμήριο Μέτρηση και ανάλυση της φτώχειας των ηλικιωμένων ατόμων στην ΕυρώπηΓεωργιάδης, Θωμάς Μ.; Λυμπεράκη, Αντιγόνη, 1959-; Λαμπρινίδης, Ματθαίος Ι.; Καραγάνης, Αναστάσιος Ν.; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Αξιοποιώντας πρωτογενή δεδομένα από τα τρία πρώτα κύματα της έρευνας SHARE (Έρευνα για την Υγεία, τη Γήρανση και τη Συνταξιοδότηση στην Ευρώπη), η εμπειρική ανάλυση της παρούσας διατριβής επιχειρεί τη μέτρηση και ανάλυση της φτώχειας των ατόμων ηλικίας 50 ετών και άνω σε δεκατρείς χώρες της Ευρώπης. Ο βασικός σκοπός της ανάλυσης συνδέεται με την προσπάθεια αποτύπωσης ενός «σημείου αναφοράς» των σημαντικότερων διαστάσεων του φαινομένου πριν την κρίση, στη βάση του οποίου να μπορούν να αξιολογηθούν οι δυναμικές, λόγω της κρίσης, αλλαγές στις διαστάσεις της φτώχειας των ηλικιωμένων στις χώρες της Ευρώπης. Το περιεχόμενο της διατριβής επικεντρώνεται στις εξής τρεις ερευνητικές κατευθύνσεις. Πρώτον, την ανάλυση των διαστάσεων που αφορούν τους δείκτες φτώχειας και τους προσδιοριστικούς παράγοντες του φαινομένου, με σκοπό την ανάδειξη της σημασίας των διαφορετικών συστημάτων συντάξεων στην ερμηνεία των μεταξύ των χωρών διαφοροποιήσεων του κινδύνου φτώχειας των ηλικιωμένων στην Ευρώπη. Δεύτερον, τη διερεύνηση του περιεχομένου που προσλαμβάνει η κατάσταση φτώχειας στις επιμέρους χώρες. H τρίτη κατεύθυνση της έρευνας αφορά τη διατύπωση παρατηρήσεων αναφορικά με μεθοδολογικά ζητήματα ανάλυσης της φτώχειας. Από μεθοδολογικής σκοπιάς, η χρησιμότητα του συγκεκριμένου εγχειρήματος συνδέεται με την ανάδειξη μιας σειράς δόκιμων μεθοδολογικών προσεγγίσεων, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την ανάλυση της δυναμικής επίδρασης της κρίσης στο φαινόμενο της φτώχειας.Τεκμήριο Η θεωρία του Αριστοτέλη για τη δημοκρατίαΜουρτζίλας, Δημήτριος Κ.; Φαράκλας, Γιώργος, 1962-; Γεωργόπουλος, Νένος; Μπασάκος, Παντελής, 1947-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά το κατά πόσο η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη εμπεριέχει στοιχεία που μας επιτρέπουν να συγκροτήσουμε μια θεωρία για τη δημοκρατία. Διερευνώντας το παραπάνω ερώτημα, η διατριβή στέκεται απέναντι από την εδραιωμένη θέση, η οποία ως επί το πλείστον βασίζεται στην Αριστοτελική ταξινόμηση των πολιτευμάτων, που αντιμετωπίζει τον Αριστοτέλη ως εχθρικά διακείμενο στη δημοκρατία. Επιχειρείται η ανάδειξη όλων εκείνων των στοιχείων της πολιτικής σκέψης του Αριστοτέλη που αποτελούν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ μιας δημοκρατικής θεώρησης της πολιτικής και μιας δημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης. Διατυπώνεται η άποψη πως η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη αναπτύσσεται γύρω από μια εξισωτική και συμμετοχική αντίληψη του πολιτικού, η οποία ιδωμένη από μια σύγχρονη οπτική νοείται ως ο πυρήνας ενός δημοκρατικού στοχασμού. Στόχος της διατριβής είναι η ανάδειξη, εξέταση, και ανάλυση εκείνων των χαρακτηριστικών της πολιτικής σκέψης του Αριστοτέλη που αποκαλύπτουν αυτή την αντίληψη. Για το λόγο αυτό εξετάζονται μια σειρά από κεντρικά ζητήματα, όπως η έννοια του πολίτη και του μη-πολίτη, η ενότητα της πόλης, ο ρόλος της ιδιοκτησίας, και το νόημα της δικαιοσύνης, που αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται η εξισωτική και συμμετοχική αντίληψη του πολιτικού· εξετάζεται η ανάλυση που κάνει ο Αριστοτέλης για τα πολιτεύματα· και αναδεικνύεται ερμηνευτικά ο χαρακτήρας και οι προϋποθέσεις ύπαρξης της “κατ᾽ εὐχὴν” πόλης κατά τον Αριστοτέλη. Στο κέντρο της ανάλυσης τίθεται η σχέση μεταξύ του καθολικά αποδεκτού αιτήματος για δικαιοσύνη και των αντικρουόμενων αξιώσεων για κυριαρχία. Η αναζήτηση σχετικά με τις αντικρουόμενες αξιώσεις κυριαρχίας που βασίζονται σε αντικρουόμενες αντιλήψεις περί του ποια αξία αποτελεί το ορθότερο κριτήριο για τον ορισμό της ισότητας οδηγεί σε “απορία”. Προτείνεται πως για τον Αριστοτέλη υπάρχουν τρεις “λύσεις” για αυτή την “απορία”, οι οποίες ικανοποιούν πολύπλευρα το αίτημα για δικαιοσύνη, και οι οποίες επί της αρχής τουλάχιστον δεν ιεραρχούνται. Οι “λύσεις” αυτές αφορούν α) την υποθετική περίπτωση της ύπαρξης ενός ανδρός εντός της πόλης, ο οποίος θα διαφέρει από τους υπόλοιπους όπως ένας θεός από ένα θνητό, β) την περίπτωση όπου όλοι οι πολίτες της πόλης μετέχουν στην αρετή έστω και κατ' ελάχιστο, και γ) την περίπτωση όπου ο νομοθέτης έχει την ελευθερία να συστήσει μια πόλη εκ του μηδενός όπως αυτός επιθυμεί. Τονίζεται πως οι “λύσεις” που προτείνει ο Αριστοτέλης στο βαθμό που αφορούν μια πόλη θνητών και όχι μια πόλη στην οποία συγκατοικούν θεοί μαζί με θνητούς, έχουν έναν αμιγώς δημοκρατικό χαρακτήρα. Η συμμετοχή των πολιτών είναι αναγκαίος όρος για την επικράτηση της δικαιοσύνης εντός της πόλης και για την επίτευξη της ευδαιμονίας.Τεκμήριο Βίος και πειθάρχηση της εργασίας στον καπιταλιστικό παραγωγικό κανόνα: η μαρξική κριτική των σχέσεων εξουσίας και το ζήτημα της χειραφέτησηςΠαπαθανασίου, Αγγελική Ν.; Αγγελίδης, Μανόλης; Θεοτοκάς, Νίκος, 1956-; Φαράκλας, Γιώργος, 1962-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Στο πλαίσιο μιας κριτικής ανακατασκευής της μαρξικής σκέψης αναφορικά με το ζήτημα της εξουσίας του κεφαλαίου επί των όρων ζωής και εργασίας των παραγωγικών υποκειμένων εντός κι εκτός της εργασιακής σχέσης, επιχειρείται να απαντηθούν τα ακόλουθα ερωτήματα: Πως θεμελιώνεται η κριτική της εξουσίας στο μαρξικό έργο; Περιορίζονται οι σχετικές μαρξικές αναφορές στο πεδίο του κράτους ή εκτείνονται και πέραν της κρατικής/νομικό-πολιτικής σφαίρας; Η πολιτική είναι μία σφαίρα πλάι στην οικονομική ή υπάρχει εντός της; Υπάρχει μία πολιτική του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία, σταθερά ενέχουσα σχέσεις κατεξουσιασμού του παραγωγικού υποκειμένου; Και αν ναι, περιορίζεται στον χώρο και χρόνο των «αδύτων της παραγωγής» ή εκτείνεται και πέραν αυτών; Με ποιο τρόπο καθορίζει τον βίο του; Και πως μπορούμε τότε να θεματοποιήσουμε τη δυνατότητα της χειραφέτησης; Η ανακατασκευή του μαρξικού έργου στη βάση αυτών των ερωτημάτων επιτρέπει να υποστηρίξουμε αφ’ ενός ότι υφίσταται σαφώς συνέχεια μεταξύ των πρώιμων και ώριμων έργων σε σχέση με την εν λόγω προβληματική, και αφ’ ετέρου ότι οι εν λόγω μαρξικές αναπτύξεις εγγράφονται σαφώς στη διαφωτιστική παράδοση. Κομβικής σημασίας αναδεικνύεται η έννοια του βιοπολιτικού ρόλου του κεφαλαίου, η οποία εμπνέεται από τις φουκωικές έννοιες της βιοπολιτικής και βιοεξουσίας, η ανάλυσή κινείται ωστόσο στο πλαίσιο ενός χώρου ο οποίος καθορίζεται απολύτως από τα όρια των μαρξικών αναπτύξεων. Η έννοια του βιοπολιτικού ρόλου του κεφαλαίου αναφέρεται στην κοινωνική λειτουργία του τελευταίου αφ’ ενός ως πλέγματος σχέσεων οι οποίες ενέχουν μία νομικό-πολιτική διάσταση κι αφ’ ετέρου ως οικονομικού καθορισμού των παραγωγικών υποκειμένων. Καταδεικνύεται πως στο μέτρο που η διαρκής αναπαραγωγή του μισθωτού εργάτη συγκροτείται ως ριζική προϋπόθεση του καπιταλισμού, στο πλαίσιο της διαρκούς αναπαραγωγής της ίδιας της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, ο οικονομικός εξαναγκασμός συνιστά θεμελιώδη όρο της. Στο πλαίσιο αυτό, η εξουσία του κεφαλαίου επί των όρων ζωής του ατόμου εκτείνεται μέχρι το σημείο των βιοτικών αναπαραγωγικών λειτουργιών του τις οποίες διαμεσολαβεί και ελέγχει. Οι σχέσεις υπαγωγής, καθυπόταξης ή πειθάρχησης του παραγωγικού υποκειμένου σε αφηρημένες ή εμπράγματες δυνάμεις έξω από αυτό, λαμβάνουν μορφές οι οποίες συγκροτούνται ιστορικά και ως τέτοιες προσιδιάζουν αποκλειστικά στον καπιταλισμό, στον ιστορικό εκείνο «τύπο κοινωνίας που μετέτρεψε την παραγωγικότητα σε πυρήνα της κοινωνικής ύπαρξης και ανέπτυξε τις μορφές της βιομηχανικής «συνεργασίας» προκειμένου να είναι σε θέση να υλοποιεί αυτόν το σκοπό». Πρόκειται για μορφές που υπερβαίνουν εκείνες του τυπικού εξαναγκασμού και οι οποίες διαπερνούν την ίδια την ύπαρξη των υποκειμένων, μορφές που συνάδουν απόλυτα με ένα «διαιρεμένο» και «επικαθορισμένο» υποκείμενο: αφ’ ενός προσδεδεμένο στη σωματική του ύπαρξη και αφ’ ετέρου παραγωγικό στο πλαίσιο μιας κοινωνίας Κανόνων. Σε αυτό το πλαίσιο, καταδεικνύεται η μαρξική θεμελίωση της χειραφετητικής δυνατότητας στην ιστορικά προσδιορισμένη κοινωνικοποίηση του ατόμου και της παραγωγή στη βάση της συνεργασίας και των συνεταιριστικών μορφών παραγωγής, στο πλαίσιο των οποίων είναι δυνατή η άρση σχέσεων κατεξουσιασμού των παραγωγικών υποκειμένων οι οποίες διαπερνούν την ύπαρξή τους και τα καθορίζουν. Στη βάση αυτής της προβληματικής επιχειρείται μία ανάγνωση του μαρξικού έργου που θέτει ως στόχο της να διευρύνει το πεδίο των μέχρι σήμερα τεθειμένων ερωτημάτων, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τον «ανοιχτό» ακριβώς χαρακτήρα της μαρξικής κριτικής.Τεκμήριο Η μετάβαση της Κύπρου απο την οθωμανική στην βρετανική κυριαρχία: κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, 1878-1922Αντρέου, Μαγδαληνή Τ.; Λούβη, Ευαγγελία; Αναγνωστοπούλου, Σία; Παπαγεωργίου, Στέφανος Π., 1951-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Η διατριβή μελετά τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην Κύπρο κατά την διάρκεια της περιόδου 1878-1922. Αντικείμενό της αποτελεί η εξέλιξη της ελληνοκυπριακής κοινότητας κατά την εν λόγω περίοδο. Ενώ δίδονται επίσης ορισμένα στοιχεία σχετικά με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Στο πρώτο μέρος αναλύονται οι πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας κατά την περίοδο 1878-1922, με ιδιαίτερη έφαση στις εξελίξεις που αφορούν το νομοθετικό συμβούλιο και την Εκκλησία της Κύπρου. Στο δεύτερο μέρος αναλύονται οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συντελούνται στην Κύπρο κατά τις πρώτες δεκαετίες της βρετανικής κυριαρχίας και ειδικότερα η εξέλιξη της κυπριακής οικονομίας με την ανάδυση νέων οικονομικών ομάδων μετά την αγροτική κρίση του 1887. Σκοπός της διατριβής είναι η καταγραφή των διακυμάνσεων στη χάραξη της βρετανικής πολιτικής στην Κύπρο και την παράλληλη διαδικασία διαμόρφωσης της ελληνοκυπριακής πολιτικής. Επίσης, σκοπός της διατριβής είναι να εντοπίσει και να αναλύσει το πώς και το πότε καθορίστηκαν όλες οι βεβαιότητες που χαρακτηρίζουν την κυπριακή ιστορία, τις οποίες δεχόμαστε ως δεδομένες. Η διατριβή βασίστηκε κυρίως σε πρωτογενείς πηγές όπως, το αρχείο της Αρχιγραμματείας, διάφορες ελληνοκυπριακές εφημερίδες της περιόδου, η Κυανή Βίβλος της Κύπρου και η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.Τεκμήριο Επενδυτικές αποφάσεις κατασκευαστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων διαχείρισης ακινήτων: χωρική ανάλυση και κεφαλαιακή διάρθρωσηΦειδάκης, Ανδρέας Γ.; Ροβολής, Αντώνιος; Παπαδασκαλόπουλος, Αθανάσιος Δ., 1952-; Καραγάνης, Αναστάσιος Ν.; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Σκοπός της διδακτορικής διατριβής είναι η μελέτη και η διερεύνηση των παραγόντων, οι οποίοι επηρεάζουν τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων αναφορικά με την επιλογή της κεφαλαιακής τους διάρθρωσης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη διαχείριση ακινήτων και στον κατασκευαστικό τομέα κατά τη χρονική περίοδο 2005 -2010. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζεται αν οι επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων (διαχείρισης ακινήτων και κατασκευαστικών), σχετικά με τον τρόπο άντλησης κεφαλαίων, συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις επικρατέστερες θεωρίες της χρηματοοικονομικής επιστήμης, ξεκινώντας με τη θεωρία των Modigliani και Miller (1958). Στη συνέχεια, η έρευνα, βασιζόμενη στη μεθοδολογία των Rajan και Zingales (1995), προσπαθεί να προσδιορίσει τους κυριότερους μικροοικονομικούς (κερδοφορία, χρηματοοικονομικός κίνδυνος, συνολικά κεφάλαια, κτλ) και μακροοικονομικούς παράγοντες (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, πληθωρισμός, ανεργία, κτλ) που επηρεάζουν τις επενδυτικές αποφάσεις των παραπάνω επιχειρήσεων, αναφορικά με την κεφαλαιακή τους δομή. Παράλληλα, εξετάζεται και αιτιολογείται ο τρόπος επίδρασης των ανωτέρω αναφερομένων παραγόντων. Ο τρόπος προσέγγισης των ερευνητικών ζητημάτων της διατριβής βασίζεται σε σύγχρονες οικονομετρικές μεθόδους. Ειδικότερα, χρησιμοποιούνται τεχνικές συνδυασμού χρονολογικών – διαστρωματικών σειρών (panel data), οι οποίες θεωρούνται ιδανικές για την επίλυση τέτοιου είδους ερευνητικών προβλημάτων. Επιπλέον, ερευνάται, σαν ξεχωριστή μεταβλητή, εάν η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, που ξεκίνησε το 2008, έχει επιδράσει στην αλλαγή της φιλοσοφίας περί της χρηματοδοτικής δομής των παραπάνω εταιρειών. Τέλος, πραγματοποιείται μια σύγκριση των αποτελεσμάτων της έρευνας σχετικά με τον κλάδο δραστηριότητας των επιχειρήσεων (διαχείρισης ακινήτων και κατασκευαστικό). Εξετάζεται, δηλαδή, αν τα συμπεράσματα, τα οποία έχουν εξαχθεί για τις εταιρείες για κάθε κλάδο ξεχωριστά, διαφέρουν ή είναι τα ίδια.\r\nΤα αποτελέσματα στα οποία κατέληξαν τα διάφορα οικονομετρικά υποδείγματα, ήταν ιδιαίτερα «σταθερά» και η συντριπτική πλειοψηφία των επεξηγηματικών παραγόντων εμφανίζονται στατιστικά σημαντικοί. Παρόλο που οι δύο κλάδοι έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με τα δεδομένα να έχουν παρθεί από διαφορετικά δείγματα χωρών, εμφανίζουν παρόμοια αποτελέσματα. Σε ότι αφορά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, αυτή επέδρασε αντίθετα στην κεφαλαιακή διάρθρωση των ΕΕΑΠ από ότι σε αυτήν των κατασκευαστικών επιχειρήσεων.Τεκμήριο Η διαλεκτική στροφή της αναλυτικής φιλοσοφίας (Sellars, McDowell, Brandom)Χρόνης, Θεοχάρης Μ.; Φαράκλας-Ματορίκος, Γεώργιος; Μπασάκος, Παντελεήμων; Μπαλτάς, Αριστείδης; Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Επιχειρείται μια επισκόπηση των σχέσεων ανάμεσα σε όψεις της Εγελιανής διαλεκτικής σκέψης, ιδωμένης κάτω από μια επιστημολογική παρά μεταφυσική σκοπιά, και σε πρόσφατες επιστημολογικές θεωρήσεις που αρνούνται την προσφυγή σε κάποιο επίπεδο δεδομενικότητας. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται σε θέματα που έχουν να κάνουν με τα όρια της υπερβατολογικής ανάλυσης, καθώς και με τη σημασία ενός επιστημονικά προσανατολισμένου πραγματισμού για την ευόδωση μιας τέτοιας σύγκλισης.Τεκμήριο Η μειονοτική πολιτική του Ελευθερίου ΒενιζέλουΚολλάρος, Βασίλειος Ν.; Συρίγος, Άγγελος; Τούντα-Φεργάδη, Αρετή; Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, 1966-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών l, 2015)Η ζωή και το έργο του Ελευθερίου Βενιζέλου αποτελούσε ανέκαθεν πόλο έλξης για τους ιστορικούς ερευνητές. Μια άκρως ενδιαφέρουσα πτυχή του πολιτικού του έργου, η οποία έχει αναλυθεί αποσπασματικά και όχι με τη μορφή μιας ολοκληρωμένης μελέτης, αφορά τον τρόπο αντίληψης και αντιμετώπισης των μειονοτήτων από τον Βενιζέλο. Το εν λόγω κενό στην ελληνική βιβλιογραφία ευελπιστεί να καλύψει η παρούσα επιστημονική εργασία. Επομένως, η μειονοτική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου είναι το θέμα της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής. Η έρευνα γύρω από τη μειονοτική πολιτική του Βενιζέλου καλύπτει μια από τις πιο σημαντικότερες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Με αφετηρία τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας (1898), όταν ο Κρητικός πολιτικός εισήλθε στον πολιτικό στίβο, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τα στοιχεία εκείνα, τα οποία αποτέλεσαν τις βασικές συνιστώσες της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής. Με την ανάλυση της τελευταίας κυβερνητικής τετραετίας του, 1928-1932, ολοκληρώνεται η έρευνα γύρω από τον Βενιζέλο και τις μειονότητες. Η τριβή του Βενιζέλου, με πληθυσμιακές ομάδες, που ενστερνίζονταν διαφορετικές φυλετικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές αντιλήψεις, ξεκίνησε πριν ακόμα ο ίδιος ενταχθεί στην πολιτική. Ο Βενιζέλος γεννήθηκε στην οθωμανική Κρήτη· επομένως η επαφή του με το μουσουλμανικό στοιχείο του νησιού καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη του για το «Άλλο». Ο ίδιος προσδιόρισε, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, με διαφορετικά κριτήρια, σε σχέση με τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο, τον όρο μειονότητα. Η πολιτική του στάση έναντι των μειονοτήτων επηρεάστηκε καθοριστικά από τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της Κρητικής Πολιτείας, ενώ, όσον αφορά την προοδευτικότητά της, ξεπερνούσε το μειονοτικό δίκαιο της εποχής. Η βενιζελική μειονοτική σκέψη διαμορφώθηκε την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας και παρέμενε αναλλοίωτη μέχρι το 1920. Η παράδοση της Κρητικής Πολιτείας, αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των μειονοτήτων από τον Βενιζέλο, συνεχίστηκε και μετά την άφιξη του στο ελεύθερο ελληνικό Βασίλειο. Η εδαφική επέκταση της Ελλάδας, απόρροια των Βαλκανικών Πολέμων, έφερε την ελληνική διοίκηση αντιμέτωπη με ένα πλήθος αλλογενών, αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων μειονοτήτων (Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Σλαβόφωνοι, Βλαχόφωνοι). Ο Βενιζέλος χειρίστηκε τη μειονοτική «πλημμυρίδα» των Βαλκανικών Πολέμων με γνώμονα το εθνικό συμφέρον της χώρας. Εν ολίγοις, άσκησε μια φιλελεύθερη μειονοτική πολιτική, η οποία είχε ως επιστέγασμα την παροχή καθεστώτος ισονομίας και ισοπολιτείας στους νέους υπηκόους του ελληνικού κράτους, «ανεξαρτήτως θρησκεύματος και φυλής». Η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το ξέσπασμα του Εθνικού Διχασμού ανέστειλαν την εφαρμογή της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής. Ωστόσο, το χρονικό διάστημα 1919-1920, η φιλελεύθερη πολιτική του Βενιζέλου, απέναντι στις μειονότητες, θα ξεπεράσει σε προοδευτικότητα ακόμα και το παράδειγμα της Κρητικής Πολιτείας. Η βαθύτερη αιτία πίσω από αυτήν τη διαλλακτική πολιτική, βρισκόταν στο γεγονός ότι η Μεγάλη Ιδέα του έθνους άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Τη στιγμή που τα μειονοτικά ζητήματα αναδείχθηκαν σε μια από τις βασικές προτεραιότητες του μεταπολεμικού κόσμου, ο Βενιζέλος προσπάθησε να πείσει τους ισχυρούς του Συνεδρίου Ειρήνης των Παρισίων ότι πρώτον, η Ελλάδα ήταν ικανή να διοικήσει αλλογενείς πληθυσμούς και δεύτερον, ότι οι εν Ελλάδι μειονότητες δεν ήταν υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας. Η Συνθήκη των Σεβρών δεν δημιούργησε μόνο την Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών αλλά την κατέστησε επίσης μειονοτική δύναμη, υπό την έννοια ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Νέας Ελλάδας αποτελούνταν από αλλοεθνείς, με διαφορετική γλώσσα και θρήσκευμα. Το 1906, ο Βενιζέλος από την Κρήτη τόνιζε το πλεονέκτημα που θα αποκτούσε η Ελλάδα έναντι των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών, αν κατάφερνε να κερδίσει την εύνοια των μειονοτήτων που κατοικούσαν στις προς ενσωμάτωση περιοχές, κυρίως της μουσουλμανικής. Αποτελεί σημαντική παράμετρο της παρούσας μελέτης η συσχέτιση ανάμεσα στο τρίπτυχο, Βενιζέλος – Μειονότητες – Μεγάλη Ιδέα. Οι μειονότητες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της πρακτικής εφαρμογής της Μεγάλης Ιδέας. Ο Κρητικός πολιτικός υπήρξε ο πρώτος, ο οποίος συνέδεσε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας με την ισότιμη και ισόνομη αντιμετώπιση των μειονοτήτων. Ωστόσο, η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και η έλευση ενάμισι εκατομμυρίου ομογενών προσφύγων επηρέασαν βαθύτατα τη βενιζελική μειονοτική πολιτική. Ο Βενιζέλος της Λωζάννης, έθεσε ως προτεραιότητα της ελληνικής πλευράς, εκτός των άλλων, την απομάκρυνση των μουσουλμάνων της Ελλάδας, ώστε να διευκολυνθεί η εγκατάσταση των ομογενών. Η προηγούμενη ρητορική του, για τον ρόλο των μειονοτήτων, στο πλαίσιο της Μεγάλης Ελλάδας των Σεβρών, εγκαταλείφθηκε μια για πάντα, δεδομένου ότι το όραμα της Μεγάλης Ιδέας είχε ήδη εκπνεύσει. Με την επιστροφή του Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο και την ανάληψη της πρωθυπουργίας το 1928, η βενιζελική μειονοτική πολιτική μετατοπίστηκε προς περισσότερο άκαμπτες θέσεις. Η στροφή προς μια πολιτική αφομοίωσης - ενσωμάτωσης των μειονοτήτων υπήρξε απόρροια του γενικότερου οικονομικού και κοινωνικού κλίματος του Μεσοπολέμου. Συν τοις άλλοις, την επιθυμία για εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους, διαδέχτηκε η πολιτική βούληση της δημιουργίας συνθηκών εθνικής ολοκλήρωσης - ομοιογένειας, εντός των καθαρά εθνολογικών ορίων του ελληνικού κράτους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι μειονότητες έπρεπε να αποδείξουν τα πατριωτικά τους αισθήματα, γεγονός που τις έφερε σε σύγκρουση με την πολιτική του Βενιζέλου (βλ. το παράδειγμα με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης). Τέλος, η βενιζελική μειονοτική πολιτική δεν υπήρξε ενιαία, καθ’ όλη την πολιτική πορεία του Κρητικού πολιτικού, αλλά προσαρμοζόταν ανάλογα με το πληθυσμιακό μέγεθος κάθε μειονότητας, την πολιτική της σημασία, τα ιδιαίτερα πολιτικά δεδομένα κάθε εποχής, το διεθνές περιβάλλον και τις προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
