Διδακτορικές διατριβές
Μόνιμο URI για αυτήν τη συλλογήhttps://pandemos.panteion.gr/handle/123456789/36
Περιήγηση
Πρόσφατες Υποβολές
Τεκμήριο Η θεωρία του Αριστοτέλη για τη δημοκρατίαΜουρτζίλας, Δημήτριος Κ.; Φαράκλας, Γιώργος, 1962-; Γεωργόπουλος, Νένος; Μπασάκος, Παντελής, 1947-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά το κατά πόσο η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη εμπεριέχει στοιχεία που μας επιτρέπουν να συγκροτήσουμε μια θεωρία για τη δημοκρατία. Διερευνώντας το παραπάνω ερώτημα, η διατριβή στέκεται απέναντι από την εδραιωμένη θέση, η οποία ως επί το πλείστον βασίζεται στην Αριστοτελική ταξινόμηση των πολιτευμάτων, που αντιμετωπίζει τον Αριστοτέλη ως εχθρικά διακείμενο στη δημοκρατία. Επιχειρείται η ανάδειξη όλων εκείνων των στοιχείων της πολιτικής σκέψης του Αριστοτέλη που αποτελούν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ μιας δημοκρατικής θεώρησης της πολιτικής και μιας δημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης. Διατυπώνεται η άποψη πως η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη αναπτύσσεται γύρω από μια εξισωτική και συμμετοχική αντίληψη του πολιτικού, η οποία ιδωμένη από μια σύγχρονη οπτική νοείται ως ο πυρήνας ενός δημοκρατικού στοχασμού. Στόχος της διατριβής είναι η ανάδειξη, εξέταση, και ανάλυση εκείνων των χαρακτηριστικών της πολιτικής σκέψης του Αριστοτέλη που αποκαλύπτουν αυτή την αντίληψη. Για το λόγο αυτό εξετάζονται μια σειρά από κεντρικά ζητήματα, όπως η έννοια του πολίτη και του μη-πολίτη, η ενότητα της πόλης, ο ρόλος της ιδιοκτησίας, και το νόημα της δικαιοσύνης, που αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται η εξισωτική και συμμετοχική αντίληψη του πολιτικού· εξετάζεται η ανάλυση που κάνει ο Αριστοτέλης για τα πολιτεύματα· και αναδεικνύεται ερμηνευτικά ο χαρακτήρας και οι προϋποθέσεις ύπαρξης της “κατ᾽ εὐχὴν” πόλης κατά τον Αριστοτέλη. Στο κέντρο της ανάλυσης τίθεται η σχέση μεταξύ του καθολικά αποδεκτού αιτήματος για δικαιοσύνη και των αντικρουόμενων αξιώσεων για κυριαρχία. Η αναζήτηση σχετικά με τις αντικρουόμενες αξιώσεις κυριαρχίας που βασίζονται σε αντικρουόμενες αντιλήψεις περί του ποια αξία αποτελεί το ορθότερο κριτήριο για τον ορισμό της ισότητας οδηγεί σε “απορία”. Προτείνεται πως για τον Αριστοτέλη υπάρχουν τρεις “λύσεις” για αυτή την “απορία”, οι οποίες ικανοποιούν πολύπλευρα το αίτημα για δικαιοσύνη, και οι οποίες επί της αρχής τουλάχιστον δεν ιεραρχούνται. Οι “λύσεις” αυτές αφορούν α) την υποθετική περίπτωση της ύπαρξης ενός ανδρός εντός της πόλης, ο οποίος θα διαφέρει από τους υπόλοιπους όπως ένας θεός από ένα θνητό, β) την περίπτωση όπου όλοι οι πολίτες της πόλης μετέχουν στην αρετή έστω και κατ' ελάχιστο, και γ) την περίπτωση όπου ο νομοθέτης έχει την ελευθερία να συστήσει μια πόλη εκ του μηδενός όπως αυτός επιθυμεί. Τονίζεται πως οι “λύσεις” που προτείνει ο Αριστοτέλης στο βαθμό που αφορούν μια πόλη θνητών και όχι μια πόλη στην οποία συγκατοικούν θεοί μαζί με θνητούς, έχουν έναν αμιγώς δημοκρατικό χαρακτήρα. Η συμμετοχή των πολιτών είναι αναγκαίος όρος για την επικράτηση της δικαιοσύνης εντός της πόλης και για την επίτευξη της ευδαιμονίας.Τεκμήριο Βίος και πειθάρχηση της εργασίας στον καπιταλιστικό παραγωγικό κανόνα: η μαρξική κριτική των σχέσεων εξουσίας και το ζήτημα της χειραφέτησηςΠαπαθανασίου, Αγγελική Ν.; Αγγελίδης, Μανόλης; Θεοτοκάς, Νίκος, 1956-; Φαράκλας, Γιώργος, 1962-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Στο πλαίσιο μιας κριτικής ανακατασκευής της μαρξικής σκέψης αναφορικά με το ζήτημα της εξουσίας του κεφαλαίου επί των όρων ζωής και εργασίας των παραγωγικών υποκειμένων εντός κι εκτός της εργασιακής σχέσης, επιχειρείται να απαντηθούν τα ακόλουθα ερωτήματα: Πως θεμελιώνεται η κριτική της εξουσίας στο μαρξικό έργο; Περιορίζονται οι σχετικές μαρξικές αναφορές στο πεδίο του κράτους ή εκτείνονται και πέραν της κρατικής/νομικό-πολιτικής σφαίρας; Η πολιτική είναι μία σφαίρα πλάι στην οικονομική ή υπάρχει εντός της; Υπάρχει μία πολιτική του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία, σταθερά ενέχουσα σχέσεις κατεξουσιασμού του παραγωγικού υποκειμένου; Και αν ναι, περιορίζεται στον χώρο και χρόνο των «αδύτων της παραγωγής» ή εκτείνεται και πέραν αυτών; Με ποιο τρόπο καθορίζει τον βίο του; Και πως μπορούμε τότε να θεματοποιήσουμε τη δυνατότητα της χειραφέτησης; Η ανακατασκευή του μαρξικού έργου στη βάση αυτών των ερωτημάτων επιτρέπει να υποστηρίξουμε αφ’ ενός ότι υφίσταται σαφώς συνέχεια μεταξύ των πρώιμων και ώριμων έργων σε σχέση με την εν λόγω προβληματική, και αφ’ ετέρου ότι οι εν λόγω μαρξικές αναπτύξεις εγγράφονται σαφώς στη διαφωτιστική παράδοση. Κομβικής σημασίας αναδεικνύεται η έννοια του βιοπολιτικού ρόλου του κεφαλαίου, η οποία εμπνέεται από τις φουκωικές έννοιες της βιοπολιτικής και βιοεξουσίας, η ανάλυσή κινείται ωστόσο στο πλαίσιο ενός χώρου ο οποίος καθορίζεται απολύτως από τα όρια των μαρξικών αναπτύξεων. Η έννοια του βιοπολιτικού ρόλου του κεφαλαίου αναφέρεται στην κοινωνική λειτουργία του τελευταίου αφ’ ενός ως πλέγματος σχέσεων οι οποίες ενέχουν μία νομικό-πολιτική διάσταση κι αφ’ ετέρου ως οικονομικού καθορισμού των παραγωγικών υποκειμένων. Καταδεικνύεται πως στο μέτρο που η διαρκής αναπαραγωγή του μισθωτού εργάτη συγκροτείται ως ριζική προϋπόθεση του καπιταλισμού, στο πλαίσιο της διαρκούς αναπαραγωγής της ίδιας της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, ο οικονομικός εξαναγκασμός συνιστά θεμελιώδη όρο της. Στο πλαίσιο αυτό, η εξουσία του κεφαλαίου επί των όρων ζωής του ατόμου εκτείνεται μέχρι το σημείο των βιοτικών αναπαραγωγικών λειτουργιών του τις οποίες διαμεσολαβεί και ελέγχει. Οι σχέσεις υπαγωγής, καθυπόταξης ή πειθάρχησης του παραγωγικού υποκειμένου σε αφηρημένες ή εμπράγματες δυνάμεις έξω από αυτό, λαμβάνουν μορφές οι οποίες συγκροτούνται ιστορικά και ως τέτοιες προσιδιάζουν αποκλειστικά στον καπιταλισμό, στον ιστορικό εκείνο «τύπο κοινωνίας που μετέτρεψε την παραγωγικότητα σε πυρήνα της κοινωνικής ύπαρξης και ανέπτυξε τις μορφές της βιομηχανικής «συνεργασίας» προκειμένου να είναι σε θέση να υλοποιεί αυτόν το σκοπό». Πρόκειται για μορφές που υπερβαίνουν εκείνες του τυπικού εξαναγκασμού και οι οποίες διαπερνούν την ίδια την ύπαρξη των υποκειμένων, μορφές που συνάδουν απόλυτα με ένα «διαιρεμένο» και «επικαθορισμένο» υποκείμενο: αφ’ ενός προσδεδεμένο στη σωματική του ύπαρξη και αφ’ ετέρου παραγωγικό στο πλαίσιο μιας κοινωνίας Κανόνων. Σε αυτό το πλαίσιο, καταδεικνύεται η μαρξική θεμελίωση της χειραφετητικής δυνατότητας στην ιστορικά προσδιορισμένη κοινωνικοποίηση του ατόμου και της παραγωγή στη βάση της συνεργασίας και των συνεταιριστικών μορφών παραγωγής, στο πλαίσιο των οποίων είναι δυνατή η άρση σχέσεων κατεξουσιασμού των παραγωγικών υποκειμένων οι οποίες διαπερνούν την ύπαρξή τους και τα καθορίζουν. Στη βάση αυτής της προβληματικής επιχειρείται μία ανάγνωση του μαρξικού έργου που θέτει ως στόχο της να διευρύνει το πεδίο των μέχρι σήμερα τεθειμένων ερωτημάτων, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τον «ανοιχτό» ακριβώς χαρακτήρα της μαρξικής κριτικής.Τεκμήριο Η μετάβαση της Κύπρου απο την οθωμανική στην βρετανική κυριαρχία: κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, 1878-1922Αντρέου, Μαγδαληνή Τ.; Λούβη, Ευαγγελία; Αναγνωστοπούλου, Σία; Παπαγεωργίου, Στέφανος Π., 1951-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Η διατριβή μελετά τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην Κύπρο κατά την διάρκεια της περιόδου 1878-1922. Αντικείμενό της αποτελεί η εξέλιξη της ελληνοκυπριακής κοινότητας κατά την εν λόγω περίοδο. Ενώ δίδονται επίσης ορισμένα στοιχεία σχετικά με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Στο πρώτο μέρος αναλύονται οι πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας κατά την περίοδο 1878-1922, με ιδιαίτερη έφαση στις εξελίξεις που αφορούν το νομοθετικό συμβούλιο και την Εκκλησία της Κύπρου. Στο δεύτερο μέρος αναλύονται οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συντελούνται στην Κύπρο κατά τις πρώτες δεκαετίες της βρετανικής κυριαρχίας και ειδικότερα η εξέλιξη της κυπριακής οικονομίας με την ανάδυση νέων οικονομικών ομάδων μετά την αγροτική κρίση του 1887. Σκοπός της διατριβής είναι η καταγραφή των διακυμάνσεων στη χάραξη της βρετανικής πολιτικής στην Κύπρο και την παράλληλη διαδικασία διαμόρφωσης της ελληνοκυπριακής πολιτικής. Επίσης, σκοπός της διατριβής είναι να εντοπίσει και να αναλύσει το πώς και το πότε καθορίστηκαν όλες οι βεβαιότητες που χαρακτηρίζουν την κυπριακή ιστορία, τις οποίες δεχόμαστε ως δεδομένες. Η διατριβή βασίστηκε κυρίως σε πρωτογενείς πηγές όπως, το αρχείο της Αρχιγραμματείας, διάφορες ελληνοκυπριακές εφημερίδες της περιόδου, η Κυανή Βίβλος της Κύπρου και η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.Τεκμήριο Η διαλεκτική στροφή της αναλυτικής φιλοσοφίας (Sellars, McDowell, Brandom)Χρόνης, Θεοχάρης Μ.; Φαράκλας-Ματορίκος, Γεώργιος; Μπασάκος, Παντελεήμων; Μπαλτάς, Αριστείδης; Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Επιχειρείται μια επισκόπηση των σχέσεων ανάμεσα σε όψεις της Εγελιανής διαλεκτικής σκέψης, ιδωμένης κάτω από μια επιστημολογική παρά μεταφυσική σκοπιά, και σε πρόσφατες επιστημολογικές θεωρήσεις που αρνούνται την προσφυγή σε κάποιο επίπεδο δεδομενικότητας. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται σε θέματα που έχουν να κάνουν με τα όρια της υπερβατολογικής ανάλυσης, καθώς και με τη σημασία ενός επιστημονικά προσανατολισμένου πραγματισμού για την ευόδωση μιας τέτοιας σύγκλισης.Τεκμήριο Ελληνικά και τουρκικά βιβλία μυθοπλασίας για παιδικό αναγνωστικό κοινό: εικόνες και προσλήψειςOzsuer, Esra; Χριστόπουλος, Δημήτρης, 1969-; Αναγνωστοπούλου, Σία; Παπαθεοδώρου, Ιωάννης; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Ποιος είναι ο εχθρός; Πώς ο κάθε λαός επιλέγει ποιον θα θεωρεί εχθρό του; Πώς το σχολείο, η οικογένεια, η θρησκευτική ιεραρχία, τα μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικοί παράγοντες, ο διεθνής περίγυρος, οι διανοούμενοι συμβάλλουν στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης και της συλλογικής συνείδησης του κάθε λαού;Για παράδειγμα, κάποιες παροιμίες πολλές φορές πανομοιότυπες και στις δύο γλώσσες αποτελούν παρακαταθήκη και υποσυνείδητα διαμορφώνουν διαχρονικά στερεότυπα. Λόγου χάρη στη τουρκική γλώσσα και παράδοση υπάρχει η παροιμία «Δεν γίνεται φιλία με Έλληνες και γούνα από αρκούδα» (Yunandan dost, ayıdan post olmaz) και η ίδια περίπου παροιμία «Ο Τούρκος δεν πιάνεται φίλος γιατί είναι μπαμπέσης» υπάρχει και στην ελληνική γλώσσα.Ένα άλλο παράδειγμα είναι φράσεις και χαρακτηρισμοί που υπάρχουν και στις δύο γλώσσες και αναφέρονται στο Άλλον. Στα τουρκικά χρησιμοποιείται η έκφραση «ελληνόσπορος» (Yunan Tohumu) που υποδηλώνει του προδότη ο οποίος προδίδει την πατρίδα του. Στην ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται η έκφραση «τουρκόσπορος» με την οποία χαρακτηρίζεται με απαξία αυτός που δεν είναι καθαρός Έλληνας. Ακόμα και μερικές φράσεις, όπως πχ. «Έγινα Τούρκος» που υποδηλώνει αυτόν που όταν θυμώνει χάνει τον έλεγχο των πράξεων του, παραπέμπουν σε στερεότυπα και σε προκαταλήψεις. Και υπάρχουν δεκάδες ανάλογα παραδείγματα. Όλα αυτά αποτελούν ψηφίδες που σχηματίζουν τελικά το ψηφιδωτό το οποίο είναι η εικόνα και τα στερεότυπα που ο κάθε λαός σχηματίζει για τον Άλλο. Όλα αυτά αν και επιφανειακά φαίνονται αθώα και μερικές φορές φαιδρά, δεν είναι πάντα έτσι. Σιγά σιγά δηλητηριάζουν τις συνειδήσεις και δημιουργούν υποσυνείδητα αρνητικές απλουστευμένες εικόνες για τον Απέναντι μετατρέποντας τον σε επικίνδυνο εχθρό.Η διαδικασία αυτή δε είναι πάντα αυθόρμητη. Πολλές φορές είναι κατευθυνόμενη, συνειδητή από ποικίλα συμφέροντα (πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά, θρησκευτικά) τα οποία για να επωφεληθούν μεταμορφώνονται σε ιστορικά πεπρωμένα και συναισθηματικές επιθυμίες. Εξυπηρετούνται συχνά συγκεκριμένες σκοπιμότητες όπως το να δημιουργηθεί αίσθημα απειλής από τον Άλλο κι έτσι να επιτευχτεί συσπείρωση και εκφοβισμός. Η εικόνα του άλλου είναι ένα σημαντικό θέμα το οποίο μπορεί να εξεταστεί στο δίπολο Τουρκία-Ελλάδα. Η αιτία είναι ότι και οι δύο κοινωνίες ωθούμενες από την ιστορική κληρονομιά τους τοποθετούν η καθεμία τον Απέναντι στον ρόλο του απειλητικού και επικίνδυνου Άλλου. Με άλλα λόγια η Τουρκία και η Ελλάδα για να δημιουργήσουν την εθνική ταυτότητα τους επωφελούνται από την ύπαρξη του Άλλουκαι αυτό το υλοποιούν αντιπαραθέτοντας την εικόνα του Άλλου στον εαυτό τους. Ως αποτέλεσμα αυτής της αντιπαραβολής προκύπτει και η απάντηση στα ερωτήματα, «Ποιος είναι ο Έλληνας;» και «Ποιος είναι ο Τούρκος;»Τεκμήριο Πολιτική διαχείριση του νεοκλασικισμού στο ελληνικό Βασίλειο: 19ος αιώναςΠαπαδοπούλου, Ευδοξία I.; Παπαγεωργίου, Στέφανος Π., 1951-; Λούβη, Ευαγγελία; Κίζης, Ιωάννης; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 19/12/2014)Κεντρική υπόθεση εργασίας της παρούσας διατριβής αποτελεί η πολιτική διαχείριση του Νεοκλασικισμού ως μοντέλου επίσημης τέχνης και οι απεικονίσεις της νεοελληνικής ταυτότητας, όπως προκύπτουν μέσα από αντιπροσωπευτικές δημόσιες μνημειακές συνθέσεις της οθώνειας περιόδου. Ο τρόπος ανάπτυξης του θέματος συνοψίζεται στη σύνθεση δύο βασικών αξόνων: την απόδοση του ερμηνευτικού πλαισίου εγγραφής των γεγονότων και τη δράση των υποκειμένων σε αυτό σε συνάρτηση με την κριτική επεξεργασία των αποτελεσμάτων αυτής της δράσης, (δηλαδή των σχετικών τεκμηρίων). Η ίδια η τέχνη είναι η κατεξοχήν πηγή ως καταφανής αντανάκλαση ιδεολογικών ρευμάτων (εθνικισμός) και πνευματικών κινημάτων της περιόδου (Νεοκλασικισμός) μέσα στα συγκεκριμένα ιστορικά -ελληνικά και ευρωπαϊκά- συμφραζόμενα, τα οποία αποτελούν τα ερμηνευτικά εργαλεία της μελέτης.Τεκμήριο Η σχέση ηθικής και θετικού δικαίου στην καντιανή και νιτσεϊκή φιλοσοφική σκέψη: μια συγκριτική προσέγγισηΜαυρομμάτης, Θεόδωρος Γ.; Στράγγας, Ιωάννης; Σταμάτης, Κωνσταντίνος Εμμ.; Παπαγεωργίου, Κωνσταντίνος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014)Η ανά χείρας διδακτορική διατριβή συνιστά μια απόπειρα κριτικής πραγμάτευσης της σχέσης δύο θεμελιακών εννοιών, όπως αυτές αντιμετωπίζονται στα πλαίσια της σκέψης δύο από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης. Η Ηθική και το Δίκαιο αποτελούν δύο κανονιστικά μορφώματα με ρόλο καταλυτικό στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο η διερεύνηση της μεταξύ τους σχέσης παρουσιάζει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον. Η σκέψη του Nietzsche παρουσιάζει σημαντικές δομικές διαφορές έναντι αυτής του Kant. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την αντιπαράθεση στο πρόσωπο των δύο στοχαστών δύο φιλοσοφικών τάσεων, εκ των οποίων η πρώτη στηρίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα στο ενδογενές ενορμησιακό στοιχείο, ενώ η δεύτερη φαίνεται να προκρίνει την ανάγκη κυριαρχίας της έλλογης προσέγγισης της πραγματικότητας από μέρους του ανθρώπινου υποκειμένου. Ταυτόχρονα στο επίπεδο της ιστορίας των ιδεών ο Kant αποτελεί γνήσιο εκφραστή των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Μια ηχηρή απάντηση στην υιοθέτηση του εν λόγω πλαισίου ιδεών έρχεται να αποτελέσει η νιτσεϊκή σκέψη. Η διατριβή αποτελείται από την Εισαγωγή και τρία μέρη. Στην Εισαγωγή, αφού αναφερθεί συνοπτικά η σημασία της σκέψης του Kant και του Nietzsche, τίθεται το περίγραμμα των θεμάτων, που πρόκειται να εκτεθούν, και αιτιολογείται η ενασχόλησή με τα συγκεκριμένα σημεία του εκτενούς έργου των δύο φιλοσόφων. Επιπλέον επεξηγείται σε αδρές γραμμές η μεθοδολογία, που πρόκειται να ακολουθηθεί, και παρατίθεται ο λόγος, για τον οποίο αυτή επιλέχθηκε. Τέλος δικαιολογείται η επιλογή του προκείμενου θέματος. Στο πρώτο μέρος σκιαγραφείται η σχέση Ηθικής και θετικού Δικαίου στη σκέψη του Immanuel Kant. Ειδικότερη αναφορά γίνεται σε ζητήματα όπως η συστηματική ένταξη της Ηθικής στο καντιανό φιλοσοφικό οικοδόμημα, η χρήση των εννοιών της καλής θέλησης και του καθήκοντος ως κριτηρίων ηθικότητας, η συμβολή των εννοιών της αυτονομίας και της ετερονομίας της βούλησης στην κατανόηση της έννοιας της ηθικότητας, οι έννοιες της νομιμότητας και της ηθικότητας στην καντιανή σκέψη ως μέσο εισαγωγής στη διάκριση μεταξύ ηθικών και δικαιικών κανόνων, η έννοια της Ελευθερίας και η ένταξή της στο καντιανό ηθικό πρότυπο, η καντιανή διάκριση μεταξύ δικαιικής και ηθικής νομοθεσίας, ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας του Δικαίου, η συμβολή των εννοιών του δικαιώματος και του καθήκοντος στη διάκριση Ηθικής και Δικαίου καθώς και ορισμένες αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις από τον χώρο του ελληνικού Δικαίου, όπου φαίνεται να βρίσκουν εφαρμογή οι ιδέες του Kant αναφορικά με τη σχέση Ηθικής και Δικαίου. Το δεύτερο μέρος αφιερώνεται στη σχέση Ηθικής και θετικού Δικαίου στη σκέψη του Friedrich Nietzsche. Αρχικά γίνεται λόγος για τον νιτσεϊκό Προοπτικισμό με έμφαση στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των György Lukács, Αλέξανδρου Νεχαμά και Gilles Deleuze, οι οποίες αντιμετωπίζονται κριτικά. Στη συνέχεια παρουσιάζονται κριτικά οι αντιλήψεις του Nietzsche επί του πεδίου της Ηθικής σε εκείνες τις ειδικότερες πτυχές τους, που αφορούν την προκείμενη θεματική. Ακολουθούν η κριτική αποτύπωση της έννοιας της σύμβασης στη νιτσεϊκή σκέψη, η κριτική επισκόπηση της έννοιας της ενοχής, η εξέταση της έννοιας του Δικαίου –με έμφαση στη σχέση της με αυτή της εκδίκησης–, η ενασχόληση με το πρόβλημα της Ελευθερίας της βούλησης και η έκθεση των πρακτικών επιπτώσεων της νιτσεϊκής αντίληψης ως προς τις έννοιες του Δικαίου, της Ηθικής και την μεταξύ τους σχέση. Τέλος στο τρίτο μέρος πραγματοποιείται συγκριτική αποτίμηση των δύο φιλοσοφικών αντιλήψεων στη βάση της συμβολής εννοιών κρίσιμων τόσο στη σύνδεση όσο και στη διάκριση Ηθικής και Δικαίου στη σκέψη των δύο φιλοσόφων. Ευνόητα κάθε μια από τις έννοιες αυτές εξετάζεται και στη χρήση της στη σκέψη του άλλου στοχαστή, προκειμένου ευχερέστερα να προσδιοριστεί το πλαίσιο ιδεών στην κατασκευή του οποίου αυτή κάθε φορά συνεισφέρει.Τεκμήριο Η ευρωκομμουνιστική «στιγμή»: προϋποθέσεις, όρια και κληρονομιέςΜπαλαμπανίδης, Γιάννης Θ.; Θεοτοκάς, Νίκος, 1956-; Μοσχονάς, Γεράσιμος; Κωνσταντακόπουλος, Σταύρος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015)Η παρούσα διατριβή εξετάζει το ευρωκομμουνιστικό πολιτικό ρεύμα σε μια οπτική συγκριτικής πολιτικής που αντλεί από το πεδίο της ιστορίας, ανιχνεύοντας τα στοιχεία εκείνα που ενοποιούν και αποδίδουν εννοιολογική, πολιτική και ιστορική συνοχή σε ένα σημαντικό πολιτικό φαινόμενο μέσα στη μεγάλη διάρκεια της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Αντικείμενο της μελέτης είναι η πολιτική στρατηγική, οι ιδεολογικές θέσεις και μετατοπίσεις, ο λόγος και η κοινωνική απεύθυνση των κομμουνιστικών κομμάτων της Ιταλίας (PCI), της Γαλλίας (PCF), της Ισπανίας (PCE) καθώς και του ελληνικού ΚΚΕ εσωτερικού σε μια σχετικά εκτεταμένη ιστορική περίοδο, η οποία ξεκινά ουσιαστικά με τη διπλή κρίση του Ανατολικού και του Δυτικού κόσμου το 1968 και εκτείνεται μέχρι λίγο πριν την κατάρρευση του υπαρκτού κομμουνιστικού κόσμου το 1989.Η βασική υπόθεση εργασίας της διατριβής είναι ότι ο ευρωκομμουνισμός αποτελεί εκείνη τη «στιγμή» μετασχηματισμού που συνδέει το παρελθόν με το παρόν της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Σε μια εποχή κρίσης, το ευρωκομμουνιστικό εγχείρημα επιχείρησε να ξαναδώσει συνοχή και πρωτοβουλία στο κομμουνιστικό πρόγραμμα στον ευρωπαϊκό χώρο βρίσκοντας ένα «παράθυρο ευκαιρίας» στο έδαφος της παράλληλης κρίσης του σοβιετικού και του δυτικού μοντέλου. Ήταν ένα εγχείρημα που ανανέωνε διπλά την ιστορική κομμουνιστική ταυτότητα: από τη μια αντλούσε δυναμική από τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της εποχής, προσφέροντάς του διαύλους πολιτικής εκπροσώπησης, κι από την άλλη προσχωρούσε στο πεδίο της προγραμματικής μετριοπάθειας, της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της διαπραγμάτευσης. Ο ευρωκομμουνισμός ύφαινε μια πρωτότυπη πολιτική σύνθεση, «κόμμα αγώνα - κόμμα διακυβέρνησης», χάρις στην οποία ανανέωσε σε βάθος την ατζέντα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, διεκδίκησε την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία από τη σοσιαλδημοκρατία, τουλάχιστον στις χώρες του Νότου, αλλά και αντιμετώπισε νέα ζητήματα και όρια που έθετε η μετατόπιση από το εθνικό στο υπερεθνικό, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η παγκόσμια οικονομική κρίση. Τα ίχνη αυτής της κληρονομιάς είναι εμφανή και στη σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά της Ευρώπης.Τεκμήριο Η βιομηχανία και το εργατικό κίνημα στον Πειραιά του ΜεσοπολέμουΛιαδάκης, Σταμάτιος; Θεοτοκάς, Νίκος, 1956-; Παπαστράτης, Προκόπης, 1945-; Καρδάσης, Βασίλης Α.; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014)Η παρούσα διατριβή εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στη βιομηχανία και το εργατικό κίνημα την περίοδο του Μεσοπολέμου, με υπόδειγμα τον Πειραιά. Το πρώτο μέρος της διατριβής εξετάζει την ανάπτυξη της βιομηχανίας της πόλης μέσα από τη μελέτη εταιριών των σημαντικότερων κλάδων. Το δεύτερο μέρος της διατριβής αναλύει την πορεία των τριών σημαντικότερων φορέων του εργατικού κινήματος της πόλης (της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών Ελλάδος, του Εργατικού Κέντρου Πειραιά αλλά και του Κομμουνιστικού Κόμματος) με την αξιοποίηση αρχειακών τεκμηρίων της εποχής. Το τρίτο μέρος της διατριβής ασχολείται με την ανάδειξη των χαρακτηριστικών τριών πρωτοβάθμιων σωματείων της πόλης (των καπνεργατών, των υφαντουργών και των εργατών της ΑΕΕΧΠΛ), καθώς και με τις ομοσπονδίες των ναυτεργατών και των σιδηροδρομικών. Με βάση την έρευνα προκύπτει άμεση σχέση μεταξύ της βιομηχανικής ανάπτυξης και της πορείας του εργατικού κινήματος, καθώς επίσης αναδεικνύεται και η σημαντικότητα του Πειραιά ως εργατικού κέντρου και τόπο εφαρμογής των κεντρικών εργατικών πολιτικών.Τεκμήριο Η στάση του Ελληνικού Τύπου έναντι της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου (1910–1914)Ματζούρης,Στυλιανός Κ.; Παπαστράτης, Προκόπης, 1945-; Παπαδημητρίου,Δέσποινα Ι.; Λούβη,Ευαγγελία; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014)Στην παρούσα διατριβή διερευνούμε τη στάση του Ελληνικού Τύπου έναντι της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου (1910-1914). Η διατριβή λειτουργεί ως εργαλείο για την κατανόηση του ρόλου του Τύπου σε μια περίοδο που αποτελεί ουσιαστικά καμπή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Η υπόθεση εργασίας της διατριβής είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού Τύπου της εποχής, διείδε στο πρόσωπο του Ελ. Βενιζέλου τον οραματιστή και ηγέτη εκείνο, ο οποίος θα οδηγούσε την Ελλάδα στο δρόμο της Ανόρθωσης, ως φορέα νέων κοινωνικοπολιτικών ιδεών, απαλλαγμένο από τον τρόπο σκέψης, δράσης και κυβέρνησης του παλαιοκομματισμού, με αποτέλεσμα να υπάρξει μια θετική κριτική γύρω από το πρόσωπο και την πολιτική του, τουλάχι-στον το πρώτο διάστημα της πρωθυπουργίας του. Η υποψηφιότητα του Βενιζέλου ως βουλευτή στην Α΄ Αναθεωρητική Βουλή χαι-ρετίστηκε από το σύνολο σχεδόν του Τύπου και σύντομα διαμορφώθηκε το δίπολο βενιζελικός – αντιβενιζελικός Τύπος το οποίο όμως δεν παρέμεινε σταθερό καθόλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε., καθώς ορισμένες βενιζελικές εφημερίδες προσχώρησαν στον αντιβενιζελικό πόλο. Το γεγονός αυτό στάθηκε αιτία για την έκ-δοση νέων βενιζελικών εφημερίδων το 1912 και 1913, λαμβάνοντας υπόψη ότι το 1911 το ισοζύγιο είναι αρνητικό για το βενιζελικό Τύπο.Το θέμα προσεγγίστηκε κατά κύριο λόγο μέσω της εξαντλητικής έρευνας του Τύ-που, ο οποίος άρχισε να διαμορφώνει ιδιαίτερο ρόλο πριν και μετά το κίνημα στο Γουδή, σε συνδυασμό με την επισταμένη μελέτη όλων των συνεδριάσεων της Βουλής όπου παρέστη και έλαβε το λόγο ο Βενιζέλος.Τεκμήριο Η αναπαράσταση του φύλου στη σύγχρονη γυναικεία δραματουργία στην Ελλάδα: πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσειςΜέργου, Μαρίνα- Ζωή- Αφένδρα I.; Τσίχλη-Αρώνη, Καίτη; Ταμπάκη, Άννα; Παπαδημητρίου, Δέσποινα Ι.; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014)Θέμα της παρούσας διατριβής είναι η αναπαράσταση του φύλου, όπως αυτή αποτυπώνεται στα θεατρικά έργα σύγχρονων Ελληνίδων γυναικών δραματουργών. Η διατριβή εστιάζει στην ανάδειξη των Ελληνίδων γυναικών δραματουργών και στη διερεύνηση των θεατρικών έργων τους υπό το πρίσμα του φύλου με κύριο στόχο να καλύψει το βιβλιογραφικό κενό που υπάρχει στον ελληνικό χώρο σε σχέση με τη συγκεκριμένη θεματολογία. Για την ανάλυση των έργων, χρησιμοποιήθηκε η Κριτική Ανάλυση Λόγου. Τα κύρια ερευνητικά ζητήματα που διατυπώθηκαν αφορούν τον τρόπο με τον οποίο αναπαριστούν οι σύγχρονες Ελληνίδες γυναίκες δραματουργοί τα δύο φύλα, τις ιδιότητες, τα πρότυπα και τα στερεότυπα που τους αποδίδουν, καθώς και το κατά πόσο οι έμφυλες εικόνες, οι οποίες προβάλλονται μέσα από τα έργα τους, λειτουργούν ενισχυτικά για τις ίδιες τις γυναίκες. Μέρος της προβληματικής αφορά επίσης τη διερεύνηση της φύσης της ‘γυναικείας γλώσσας’ και της ‘γυναικείας γραφής’, όπως αυτή ορίστηκε από τη σύγχρονη μεταφεμινιστική θεωρία και κριτική. H παρούσα έρευνα εντάσσεται στον ευρύτερο χώρο της μελέτης της ιδεολογίας, της πολιτικής και των έμφυλων σχέσεων εξουσίας στο χώρο της τέχνης και του πολιτισμού με έμφαση στο θέατρο και στη δραματουργία. \r\nΤεκμήριο Το Εργατικό Κίνημα στην Κύπρο την περίοδο της Αγγλοκρατίας, 1878-1955Μουστακά, Σωτηρούλα; Τσίχλη-Αρώνη, Καίτη; Παπαγεωργίου, Στέφανος Π., 1951-; Γαρδίκα, Κατερίνα; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2010)Η παρούσα εργασία επιχειρεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα αν υπήρξε εργατικό κίνημα στην Κύπρο κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας και σε ποιο βαθμό αυτό εντάσσεται στο διεθνές και, κυρίως, στο αποικιακό παράδειγμα. Καταρχήν, διερευνώνται οι παράγοντες που διαμόρφωσαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νησιού, δηλαδή ο ιδιαίτερος τρόπος μετάβασης, το 1878, από το οθωμανικό καθεστώς στη βρετανική διοίκηση και ο αργός μετασχηματισμός των αρχαϊκών οικονομικών και κοινωνικών δομών σε νεωτερισμούς. Αυτός ο καθυστερημένος εκσυγχρονισμός, ωστόσο, συνέβαλε στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την εμφάνιση και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Κύπρο (θεσμικό πλαίσιο, συλλογική δράση). Στη συνέχεια, επιχειρείται λεπτομερής διερεύνηση των πολιτικών και ιδεολογικών χαρακτηριστικών του κινήματος, με έμφαση σε ζητήματα όπως τα ακόλουθα: 1-Η επίδραση του βρετανικού παράγοντα (πρωτοβουλίες, αντιστάσεις) 2- Τα χαρακτηριστικά των πολιτικών ομάδων και η επιρροή αυτών των ομάδων, κυρίως των elites, στην εξέλιξη του εργατικού κινήματος 3- Ο ιδιαίτερος ρόλος της ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία, λόγω της κυριαρχικής θέσης της σε μια βαθιά θρησκευόμενη κοινωνία, είχε το προνόμιο να επηρεάζει, ακόμα και δρώντας κατασταλτικά, τη δράση της εργατικής τάξης και να την κατευθύνει προς εθνικοφροσύνη 4-Οι «εθνικές» κοινότητες, ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή, ως ομπρέλες του εργατικού κινήματος και η αλληλόδρασή τους με τους συνδικαλιστικούς σχηματισμούς 5- Η γυναικεία εργασία και η συμβολή του γυναικείου ακτιβισμού στη συλλογική δράση6. Οι μορφές συλλογικής δράσης και ο βαθμός αυτονομίας της εργατικής τάξης, ή, αντίθετα, χειραγώγησης από τις πολιτικές elites. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι χρονική αφετηρία του κυπριακού εργατικού κινήματος ανάγεται στην περίοδο της Αγγλοκρατίας. Στη διαμόρφωσή του συνέβαλαν παράγοντες πέρα από την παραγωγική διαδικασία όπως οι ιστορικές συγκυρίες, οι σύγχρονοι πολιτισμικοί, ιδεολογικοί, αλλά και διεθνοπολιτικοί παράγοντες. Μέσα σε αυτό το πολυσύνθετο και γεμάτο αντιφάσεις πλαίσιο παραγόντων διαμορφώθηκε το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα στην Κύπρο, αλλά και τα χαρακτηριστικά του. Αποτελεί μάλιστα συνισταμένη των αντίθετων στοιχείων που προσδιόριζαν την εποχή εκείνη.Τεκμήριο Η Ρωμαίικη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης στον Μεσοπόλεμο: κοινοτική συγκρότηση, ιδεολογία και η οριοθέτησή της στο τουρκικό εθνικό περιβάλλονΑνδριανοπούλου, Κωνσταντίνα Δ.; Αναγνωστοπούλου, Σία; Πεσμαζόγλου, Στέφανος, 1949-; Χριστόπουλος, Δημήτρης, 1969-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014)Η έρευνά μου επιδίωξε να μελετήσει τη διαδικασία διοικητικής και ιδεολογικής ανασυγκρότησης της ρωμαίικης μειονότητας της Κωνσταντινούπολης στη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1923-1938), ειδωμένη υπό το φώς των πολιτικών και ιδεολογικών ζυμώσεων στο τουρκικό κράτος. Επιπλέον, επιδίωξε να μελετήσει τις ταυτίσεις της μειονότητας, όπως δομήθηκαν στο συγκεκριμένο διάστημα, σε σχέση από τη μία με τους αποκλεισμούς και τις υπαγορεύσεις του τουρκικού εθνικισμού και από την άλλη σε σχέση με τις εσωτερικές ηγεμονίες και ισορροπίες της μειονότητας. Τέλος, η έρευνά μου προσπάθησε να ανιχνεύσει την πρόσληψη των ποικίλων αλλαγών από τα μειονοτικά υποκείμενα της μειονότητας στις καθημερινές τους πρακτικές. Συγκεκριμένα, προσπάθησα να διερευνήσω τον λόγο και τις πρακτικές διαμόρφωσης μιας μειονοτικής ταυτότητας από την ηγετική μειονοτική ελίτ, σε σχέση με την εκτουρκιστική/αντιμειονοτική πολιτική του τουρκικού κράτους αλλά και τις ευρύτερες πολιτισμικές αλλαγές της νεωτερικής εποχής∙ ταυτόχρονα, προσπάθησα, όσο μου επέτρεπαν οι πηγές που συμβουλεύτηκα, να ανιχνεύσω την ανταπόκριση των υπάλληλων δρώντων υποκειμένων της μειονότητας στις ηγεμονικές ταυτοτικές κατηγορίες. Υπό αυτήν την έννοια, θέλησα να διερευνήσω την πολυπλοκότητα και την πολυπαραγοντικότητα διαμόρφωσης μιας διακριτής μειονοτικής ταυτότητας, τις πολλαπλές νοηματοδοτήσεις της με βάση και άλλες ταυτότητες που επικαλούνται τα υποκείμενα (έμφυλες και ταξικές κυρίως) και τα όριά της σε σχέση με την επίσημη τουρκική εθνική ταυτότητα της εποχής. Το ζήτημα πρόσληψης και νοηματοδότησης της μειονοτικής ταυτότητας από συγκεκριμένες ομάδες και οι πολλαπλές εκδοχές της αποτέλεσε βασική προβληματική της εργασίας. Επιπλέον, προσπάθησα να διερευνήσω την ανταπόκριση, τη στάση, την αντί-δραση και το ιδεολογικό φάσμα των μειονοτικών υποκειμένων, των υπάλληλων τάξεων της μειονότητας, σε σχέση με τις κοινωνικές και ιδεολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στην τουρκική κοινωνία και τη ρωμαίικη μειονότητα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Μια τέτοια προσέγγιση είναι ιδιαίτερα δύσκολη μεθοδολογικά, καθώς στη συντρηπτική τους πλειοψηφία οι σχετικές πηγές διαμεσολαβούνται μέσω του λόγου της κυρίαρχης ελίτ. Αναγνωρίζοντας αυτή τη δυσκολία προσπάθησα να στηριχτώ σε όσο το δυνατόν πιο ‘ουδέτερο’ αρχειακό υλικό (τυποποιημένα έγγραφα, καταγραφές περιστατικών) και να δώσω ιδιαίτερη βαρύτητα στο τι λέγεται αλλά στο τι αποσιωπάται, προκειμένου να εξετάσω πώς βίωναν και τι σήμαινε για τους ίδιους τους Ρωμιούς (ή έστω για κάποιους από αυτούς) η μειονοτικότητά τους στο τουρκικό έθνος-κράτος. Υιοθετώντας αυτή την οπτική, θέλησα να αναμετρηθώ αλλά και να διαφοροποιηθώ από το κυρίαρχο ιστοριογραφικό μοντέλο μελέτης της ρωμαίικης μειονότητας στην Τουρκική Δημοκρατία, το οποίο προσεγγίζει τη μειονότητα ως ένα συμπαγές και αδιαφοροποίητο σύνολο ανθρώπων, που αποδεχόταν παθητικά τις ταυτοτικές κατηγορίες και την ιδεολογία της κυρίαρχης ελίτ της, χωρίς να μετέχει και να παρεμβαίνει σε ό,τι συνέβαινε στην τουρκική κοινωνία της εποχής. Η μελέτη μου στηρίχθηκε σε υλικό από τα εξής αρχεία: το Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών (ΙΑΥΕ), το Πρωθυπουργικό Αρχείο της Τουρκικής Δημοκρατίας (Başbakanlık Cumhuriyet Arşivi-ΒCA), το Αρχείο Ανθέμιον (Πρόγραμμα Εντοπισμού, Καταγραφής, Φωτογράφισης και Ψηφιοποίησης Αρχειακού Υλικού των Ρωμαίικων Κοινοτήτων της Κωνσταντινούπολης), το Αρχείο του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών (State Department Papers-SD) και το Αρχείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.Τεκμήριο Το εθνικό κίνημα των Ελληνοκυπρίων κατά την τελευταία περίοδο της Αγγλοκρατίας, 1945-1960Αργυρίου, Σοφία; Παπαδημητρίου, Δέσποινα Ι.; Αναγνωστοπούλου, Σία; Πεσμαζόγλου, Στέφανος, 1949-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014)Βασική υπόθεση της διατριβής είναι ότι το εθνικό κίνημα των Ελληνοκυπρίων, ως κίνημα αυτοδιάθεσης και ένωσης με την Ελλάδα, μεταπολεμικά πήρε την μορφή ενός μαζικού, αντιαποικιακού, εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ήλθε σε σύγκρουση με την αποικιοκρατία. Ο εθνικισμός των Ελληνοκυπρίων εξετάζεται ως ιστορικό φαινόμενο και ως ιδεολογική δράση και κίνημα για την επίτευξη της αυτονομίας ενός λαού και τη διατήρηση της εθνικής του ταυτότητας. Επιπλέον εξετάζεται ο βαθμός που οι αποικιακές μέθοδοι καθόρισαν το χαρακτήρα και την ένταση της εθνικής κινητοποίησης. Αρχικά, γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί η μετάβαση από ένα αστικό εθνικισμό που υποστηριζόταν από την Εκκλησία σε έναν πιο μαζικό εθνικισμό, που πραγματοποιήθηκε μέσα από την άνοδο του εργατικού κινήματος και αντιαποικιακές εκδηλώσεις, οι οποίες ωστόσο σημαδεύτηκαν από την αντιπαράθεση της δεξιάς και του αριστερού ΑΚΕΛ, κάτω από την επήρεια της εμφύλιας σύγκρουσης στην Ελλάδα. Κατά τη δεκαετία του 1950, η αύξηση της μαζικότητας που χαρακτηρίζει το κίνημα, δεν οφείλεται μόνο στην ενεργοποίηση του ελληνοκυπριακού πληθυσμού για το ενωτικό δημοψήφισμα, αλλά και στην ανάληψη της ηγεσίας από τον Μακάριο, στην εκστρατεία διαφώτισης του κυπριακού ζητήματος στο εξωτερικό, καθώς και στην προβολή του στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Στις κινητοποιήσεις, οι οποίες καθοδηγούνταν από την Εκκλησία και το ΑΚΕΛ, δραστηριοποιήθηκαν όλο και περισσότερες ομάδες εργατών, αγροτών αλλά και νεολαίας και μαθητών. Στο τρίτο μέρος της διατριβής διερευνώνται οι οργανωτικές δομές και οι μορφές συλλογικής δράσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ και οι τρόποι με τους οποίους επετεύχθη η μαζική συμμετοχή του ελληνοκυπριακού πληθυσμού. Αν και το ΑΚΕΛ ήταν κατά της ένοπλης δράσης, με την επιρροή που είχε στην εργατική τάξη και γενικά στην κοινωνία, εξασφάλιζε την επιτυχία συγκεντρώσεων και απεργιών. Με την κινητοποίηση των μαθητών και της νεολαίας, του πληθυσμού των πόλεων, αλλά και του αγροτικού πληθυσμού από την ΕΟΚΑ, ολοκληρώθηκε η συμμετοχική διαδικασία και η δημιουργία μιας συλλογικής δυναμικής που οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις με την αποικιακή δύναμη κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η βία αυξανόταν διαρκώς, ενώ η κλιμάκωσή της βρισκόταν σε άμεση σχέση με τα καταπιεστικά μέτρα και τη βία, που επιβλήθηκε από την αποικιακή κυβέρνηση. Το στοιχείο της βίας ανάμεσα στις δυο εθνοτικές ομάδες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εξετάστηκε όχι μόνο σαν απόρροια της ανάπτυξης των δυο αντίπαλων εθνικισμών, αλλά και του ρόλου της βρετανικής κυβέρνησης η οποία υποδαύλισε τη διαίρεση του πληθυσμού, οδηγώντας τις δυο κοινότητες ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή στη σύγκρουση. Τέλος, διαπιστώνεται, ότι το εθνικό κίνημα επηρεάστηκε άμεσα από την εμπλοκή εξωτερικών παραγόντων, όπως η διπλωματία και η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, η βρετανική πολιτική και το αμερικανικό και τουρκικό ενδιαφέρον για το κυπριακό ζήτημα, παράγοντες οι οποίοι καθόρισαν τις εξελίξεις.Τεκμήριο Το συνδικαλιστικό κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων από την μεταπολίτευση (1974) μέχρι σήμεραΛυμπεράς, Χαράλαμπος Φ.; Ρήγος, Άλκης, 1946-; Κουζής, Γιάννης; Κουκουλές, Γιώργος Φ.; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014)This thesis is an investigating study of syndicalism as it grew and developed in Greece within the Public Administration sector and amongst the Public service employees, during the period that started in 1974, with the beginning of the political changeover, until the end of the second governmental period of New Democracy, in 2009. It is this period that reflects both the essence of Greek syndicalism and Greek public service sector. During this thesis we have chosen to focus our study on ADEDY (Supreme Administration of Public Service Unions) and its special presence and contribution to the syndicalistic movement as it is the supreme and unique, third level, syndicalistic organization of the Public service unions in Greece. The close up examination of the complex and multiple relations that grow amongst syndicalism in the Public sector, political parties, public management and the public service employees, was considered imperative and necessary. This thesis was structured on a central axis that closely examined: 1) The standpoints-proposals and demands projected by ADEDY on Public Administration and Public service Issues, 2) The actions decided and taken by the Organization (recorded, classified and categorized) focusing on the strike actions and the specific analysis of their agenda, 3) Reviewing of the results of the organization’s actions according the degree of their effectiveness. This thesis was called upon to examine and confirm a main labor assumption, the existence and of a general and continuous ineffectiveness of the syndicalistic organization of ADEDY (with varying results according to the political party in government) as far as it concerns the implementation of the general core of its proposals, demands and aims projected by the organization itself, during the period examined (1974-2009). We consider the limited degree of political intervention and influence of this syndicalistic organization in the evolution of the Greek social formation during the period examined to be the result of this ineffectiveness. For the documentation of general conclusion of this thesis we have in particular studied: The implemented by the government policies on Public administration and Public service sector, classified by governmental period and thematic area, and the evaluation of these policies from the point of ADEDY as well as the degree of satisfaction to these policies of the organization also classified by period and thematic area, through a rating scale the researcher has created.Τεκμήριο Προυχοντικές αυθεντίες στον Μοριά 1715-1821 : στρατιωτικοί, διοικητικοί και δημοσιονομικοί μετασχηματισμοίΦακούρα, Αλίκη Κ.; Θεοτοκάς, Νίκος, 1956-; Κοταρίδης, Νίκος; Παπαγεωργίου, Στέφανος Π., 1951-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014)Η διατριβή έχει θέμα τον Μοριά κατά τη δεύτερη οθωμανική κυριαρχία (1715-1821), ειδικότερα τις διοικητικές, στρατιωτικές και δημοσιονομικές μεταβολές, με σκοπό να αναδειχθεί η επικράτηση των προεστών και των τοπικών διοικήσεων απέναντι στην κεντρική διοίκηση (Κωνσταντινούπολη) και οι επιπτώσεις της επιθετικής πολιτικής των σουλτάνων Σελίμ Γ΄ και Μαχμούτ Β΄ κατά των αγιάνηδων. Πρόκειται για μία πρώτη συνολικότερη οπτική αυτών των φαινομένων στον Μοριά, τα οποία προκλήθηκαν κυρίως από την κατάρρευση του τιμαριωτικού συστήματος και την επέκταση του συστήματος ιλτιζάμ οδηγώντας την κεντρική διοίκηση σε εξάρτηση από τους προεστούς για τη διενέργεια των φοροεισπράξεων και των στρατολογήσεων. Διερευνώνται οι επιπτώσεις που επέφεραν οι αλλαγές της κυριαρχίας στον διοικητικό και τον κοινωνικό ιστό, η δυνατότητα της προυχοντικής ελίτ να συνδιαλλάσσεται με τους νέους κυρίαρχους, οι μετακινήσεις κολίγων και άλλων που ακολούθησαν τους προύχοντες και οι καίριες πολιτισμικές επιρροές που δέχτηκε ο Μοριάς από τα ΒΔ του σύνορα, ειδικά τα Επτάνησα αλλά και την επικράτεια του Αλί Τεπελενλή πασά. Οι διοικητικοί μετασχηματισμοί του περιφερειακού χάρτη αποτυπώνονται στο πασαλίκι του Μοριά (sancak, eyalet - vali, pasa) και μέσα από τη συμμετοχή ή την πρωτοβουλία των προεστών στις διοικητικές αποκοπές επαρχιών (Ιμλάκια, Κάτω Ναχαγές, μπεηλίκι της Μάνης). Οι εκμισθώσεις των μουκατάδων, η κληρονομική διαδοχή των προυχόντων, τα θανατικά φιρμάνια και οι δημεύσεις περιουσιών φαίνεται να καθιστούν μικρή έως ανύπαρκτη τη δυνατότητα διεξαγωγής εκλογών παρά τη συμμετοχή των ραγιάδων στα ταράφια και τις μεταρρυθμίσεις που θέσπισε η Πύλη για να σταματήσει τους διορισμούς των αγιάνηδων από τους βαλήδες. Παρατίθενται οι μεταρρυθμίσεις αυτές καθώς και οι εξελίξεις στα μοραΐτικα ταράφια σε συνδυασμό με τις συνεργασίες και τις αντιπαλότητές τους με τους Μόρα βαλεσήδες, μερικοί από τους οποίους ενέργησαν σύμφωνα με το μεταρρυθμιστικό πνεύμα για την ενδυνάμωση της κεντρικής διοίκησης. Στις θεματικές που αφορούν τους ενόπλους παρουσιάζεται η επικράτηση των μισθοφορικών σωμάτων, οι αυξομειώσεις και η ημι-αυτονομία των γενιτσαρικών φρουρών στα φρούρια, η αύξηση των περιφερόμενων ενόπλων μετά τα Ορλωφικά και κατά τη δεκαετία που ακολούθησε («Αλβανοκρατία»), τα αίτια και οι μέθοδοι που ακολουθήθηκαν από την τοπική διοίκηση για την εκκαθάριση των ληστών, η ρήξη ανάμεσα στους ενόπλους και τους κοτζαμπάσηδες καθώς και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στις τοπικές κοινωνίες ενόπλων (Μάνη, Μπαρδούνια, Λάλα). Αποτυπώνονται οι μεταβολές στο γαιοκτησιακό καθεστώς του Μοριά που δείχνουν την ανυπαρξία του κεντρικού ελέγχου, την εξουσία των ιδιωτών στα κτήματα, την υπερφορολόγηση και τις επιπτώσεις της στους καλλιεργητές. Η έκταση του ιλτιζάμ, η έλλειψη δημοσιονομικών στοιχείων και πληθυσμιακών απογραφών από την Πύλη και οι συχνές μετακινήσεις κατοίκων, διευκόλυναν την υπέρμετρη φορολόγηση των ραγιάδων αναγκάζοντάς τους σε περαιτέρω δανεισμούς, πωλήσεις περιουσιών και μεταναστεύσεις. Η υπερχρέωση των καζάδων, που εντάθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα εκτεινόμενη και στους προυχοντικούς κύκλους, οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις της Πύλης που επιβάρυναν την κατάσταση, η νέα ιδεολογία για την ανεξαρτησία των εθνών και το έργο της Φιλικής Εταιρίας έφεραν διάχυτη την ανάγκη για επανάσταση.Τεκμήριο Συλλογική δράση και δημοκρατία στην προδικτατορική Ελλάδα: o κύκλος διαμαρτυρίας του '60Παπανικολόπουλος, Δημήτρης; Ρήγος, Άλκης, 1946-; Σεφεριάδης, Σεραφείμ Ι.; Κοταρίδης, Νίκος Γ., 1957-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014)Στόχος αυτής της διατριβής είναι η καταγραφή, η ανάλυση και η ερμηνεία της συλλογικής διεκδικητικής δράσης κατά τη διάρκεια του κύκλου διαμαρτυρίας του ’60 στην Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησα τη μέθοδο της ανάλυσης γεγονότων διαμαρτυρίας, η οποία με βοήθησε να δημιουργήσω μια μεγάλη βάση δεδομένων με τις κινητοποιήσεις και τα χαρακτηριστικά τους και επιπλέον να εντοπίσω την κινηματική δυναμική. Τα ερευνητικά ερωτήματα τα σχετικά με την ανάπτυξη και την εξέλιξη της διεκδικητικής δράσης συγκροτήθηκαν και τα δεδομένα αναλύθηκαν με τη βοήθεια της θεωρίας της συγκρουσιακής πολιτικής, ενώ υιοθετήθηκε το ερευνητικό πρόγραμμα που πρότειναν οι McAdam, Tilly και Tarrow στο Dynamics of Contention (2001). Ως εκ τούτου, η παρούσα έρευνα εστιάζει κυρίως στους αιτιώδεις μηχανισμούς και τις διαδικασίες που προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της κινηματικής δράσης. Κάθε κεφάλαιο αφορά στην περιγραφή, ανάλυση και ερμηνεία ενός επιμέρους κοινωνικού κινήματος της εν λόγω περιόδου (κίνημα υπέρ του εκδημοκρατισμού, εργατικό, αγροτικό, σπουδαστικό, κινητοποιήσεις υπέρ της Κύπρου και άλλων ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής), ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο επιχειρείται να αξιοποιηθεί η περίπτωση της δεκαετίας του ’60 στην Ελλάδα προς όφελος της θεωρίας (επιβεβαίωση, απόρριψη, εμπλουτισμός θεωρητικών προτάσεων). Τέλος, η παρούσα έρευνα αντιμετωπίζει κριτικά τις τρέχουσες ερμηνείες για την κινηματική δραστηριότητα της δεκαετίας του ’60 στην Ελλάδα και επιχειρεί να τις ανασκευάσει σε κρίσιμα σημεία.Τεκμήριο Η εθνοτική κινητοποίηση των αποσχιστικών κινημάτωνΓούμενος,Θωμάς; Ηρακλείδης, Αλέξης, 1952-; Χουλιάρας, Αστέρης; Σεφεριάδης, Σεραφείμ Ι.; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2011)Το πρωταρχικό θεωρητικό και ερευνητικό ενδιαφέρον της διατριβής έγκειται στο πώς αναδύεται και διατηρείται η αποσχιστική συλλογική δράση. Δεδομένης της ρητής ή σιωπηρής παραδοχής στη σχετική βιβλιογραφία ότι η συλλογική δράση σε τέτοιου τύπου κινήματα απαιτεί μια μορφή συμμαχίας μεταξύ των «μαζών» και σημαντικών τμημάτων των «ελίτ», το ερευνητικό ερώτημα διαμορφώνεται ως εξής: πώς οι ελίτ συνδέονται με τις «μάζες» σε περιπτώσεις αποσχιστικών κινημάτων;. Τα αποσχιστικά κινήματα συνήθως μελετώνται στα πλαίσια των βιβλιογραφιών του εθνικισμού ή/και της εθνοτικής κινητοποίησης. Η διατριβή διερευνά εξαντλητικά (και συγκροτεί τυπολογίες) θεωριών του εθνικισμού, της εθνοτικής κινητοποίησης και της απόσχισης· οι «κλασικές» θεωρίες των παραπάνω φαινομένων εστιάζουν στον προσδιορισμό των δομικών, κοινωνικών ή πολιτικών συνθηκών που καταστούν πρόσφορη την ανάδυση εθνικιστικών ή εθνοτικών επιδιώξεων, όμως, η μετάβαση στη συλλογική φράση και οι δυναμικές της κινητοποίησης παραμένουν εν πολλοίς ανεξερεύνητες. Πιο κατάλληλες να αποτιμήσουν αυτά τα ζητήματα είναι διάφορες (πιο πρόσφατες) προσεγγίσεις που εστιάζουν στην κοινωνική δράση και εδράζουν τις εξηγήσεις τους στο ρόλο των ταυτοτήτων, των ιδεολογιών, των ατομικών συμφερόντων και, πρωτίστως, στους ανταγωνισμούς μεταξύ των ελίτ. Κάποιες ελλείψεις αυτών των εξηγήσεων είναι ότι περιορίζονται στον προσδιορισμό μικρο-κοινωνικών αναγκαίων συνθηκών για την εκδήλωση της συλλογικής δράσης και, κυρίως, ότι υπερτονίζουν το ρόλο των ελίτ. Ο αναλυτικός προσανατολισμός της διατριβής τοποθετείται εγγύτερα σε μια μικρή υποκατηγορία προσεγγίσεων των εθνικιστικών και εθνοτικών κινημάτων που χρησιμοποιούν έννοιες από το πεδίο των κοινωνικών κινημάτων (πολιτικές ευκαιρίες, πλαισιώσεις, κλπ). Παρ΄ όλα αυτά, διαφοροποιείται από αυτές τις μελέτες υιοθετώντας την ερευνητική ατζέντα του έργου Dynamics of Contention (DOC) των C. Tilly, S. Tarrow και D. McAdam (2001). Το DOC ασκεί κριτική στην «κλασική ατζέντα» της έρευνας κοινωνικών κινημάτων για το ότι παράγει «στατικές» αναλύσεις που δεν αποτιμούν επαρκώς τον θεμελιωδώς σχεσιακό χαρακτήρα της συγκρουσιακής πολιτικής· το DOC δίνει έμφαση σε κοινωνικές σχέσεις, αλληλεπιδράσεις και δυναμικές, επιδιώκοντας να τις αποτυπώσει αναλυτικά μέσα από συγκεκριμένους αιτιώδεις, κοινωνικούς μηχανισμούς. Η διατριβή όχι απλά υιοθετεί το πλαίσιο του DOC για την ανάλυση αποσχιστικών κινημάτων, αλλά και προτείνει ένα σύνολο πέντε μηχανισμών (εξ αυτών που προτείνονται στο DOC). Συγκεκριμένα, αυτοί είναι οι εξής: «ενεργοποίηση/απενεργοποίηση ορίων», «συλλογική απόδοση ευκαιριών/απειλών», «κοινωνική ιδιοποίηση», «γεφύρωση πλαισίων» και «μεσιτεία». Έτσι, η υπόθεση που διερευνάται είναι το κατά πόσον αυτοί οι πέντε μηχανισμοί μπορούν να εξηγήσουν την εκδήλωση και διατήρηση αξιόμαχης αποσχιστικής κινητοποίησης, με άλλα λόγια κατά πόσον μπορούν να εξηγήσουν την διεξαγωγή συντονισμένης, παρατεταμένης συλλογικής δράσης ελίτ και «μαζών» σε περιπτώσεις αποσχιστικών κινημάτων. Αυτή η υπόθεση ελέγχεται μέσα από την συγκριτική εξέταση δύο σχετικά υπο-μελετημένων αποσχιστικών κινημάτων, αυτό των Παπούα στην Ινδονησία και εκείνο των Ορόμο στην Αιθιοπία. Προσδιορίζεται το περιεχόμενο και οι πιθανές εκδηλώσεις των πέντε μηχανισμών, έτσι ώστε να καταστεί παρατηρήσιμη η ενεργοποίησή τους · εν συνεχεία, προτείνεται μια πενταβάθμια τακτική κλίμακα, ώστε να καταστεί δυνατή η αποτίμηση της αποτελεσματικότητας των πέντε μηχανισμών. Προχωρώντας στην περιοδολόγηση των δύο κινημάτων, παράγονται περισσότερες παρατηρήσεις της «λειτουργίας» των πέντε μηχανισμών. Η κύρια παρατήρηση της συγκριτικής ανάλυσης είναι ότι σε περιόδους εντεινόμενης και μαζικής συλλογικής δράσης, η από κοινού λειτουργία των μηχανισμών είναι πιο ορατή και πιο αποτελεσματική, και αντιστρόφως. Άρα, ενώ η άρθρωση αποσχιστικών (αλλά και εθνικιστικών ή εθνοτικών) αξιώσεων από οργανώσεις είναι σχετικά ευχερής, η ανάδυση μαζικής και αξιόμαχης διεκδικητικής δράσης είναι δυσχερέστερη και απαιτεί εξήγηση· μια τέτοια αποτελεί το προτεινόμενο σύνολο μηχανισμών το οποίο αποτυπώνει τις αλληλεπιδράσεις ελίτ και «μαζών» κατά τη συλλογική δράση. Η εξήγηση της αποσχιστικής κινητοποίησης δεν χρειάζεται να βασίζεται στα συμφέροντα των ελίτ και τη χειραγώγηση που ασκούν· μια εξήγηση που εστιάζει στις πολυδιάστατες σχέσεις δρώντων από τις τάξεις των ελίτ και των «μαζών» (σχέσεις που αποτυπώνονται αναλυτικά μέσω των προτεινόμενων μηχανισμών) φαίνεται περισσότερο γόνιμη και κοινωνικά γειωμένη.Τεκμήριο Ο ύστερος καπιταλισμός κατά τη θεσμική σχολή (Th. Veblen) και την όψιμη φιλελεύθερη πολιτική οικονομία (J. A. Hobson)Κελεμένης, Νικόλαος Π.; Αγγελίδης, Μανόλης; Γκιούρας, Θανάσης, 1966-; Κωνσταντακόπουλος, Σταύρος; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστημίο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2013)Στόχος μας στην παρούσα διατριβή είναι η ανακατασκευή των κοινωνικοθεωρητικών επιχειρημάτων του Thorstein Veblen ως θεμελιωτή της «Θεσμικής Σχολής της Οικονομίας», και του John A. Hobson ως εκπροσώπου του όψιμου φιλελευθερισμού και συγκεκριμένα του ριζοσπαστικού ρεύματος του «Νέου Φιλελευθερισμού». Ειδικότερα, ερευνούμε την ερμηνεία και κριτική αποτίμησή τους για τις πολιτικοοικονομικές μεταβολές που υφίσταται η νεωτερική κοινωνία αφ' ης στιγμής ωριμάζει η κεφαλαιοκρατική οικονομία εν μέσω υφερπουσών συστημικών κρίσεων και αναδύεται ο επονομαζόμενος κλασικός ιμπεριαλισμός επαπειλώντας τον πρώτο γενικευμένο πόλεμο της παγκόσμιας ιστορίας. Παρά τις μεθοδολογικές διαφορές τους –στις οποίες έχει δοθεί η δέουσα προσοχή–, τα δύο επιχειρήματα συγκροτούν ένα κοινό τόπο, με σημασία που υπερβαίνει, θεωρούμε, τον ιστορικό ορίζοντα της διαμόρφωσής του. Μία ένδειξη για αυτό τον κοινό τόπο παρέχεται, όχι δίχως ιδεολογική χροιά, στην καθιερωμένη ιστορία των οικονομικών ιδεών όπου αμφότεροι καταγράφονται ως αιρετικοί ή ετερόδοξοι οικονομολόγοι. Σε επίπεδο μεθόδου, η εν λόγω ετεροδοξία προσδιορίζεται από τις ακόλουθες παραδοχές. Πρώτον, τη θεώρηση της οικονομικής διάστασης της κοινωνίας ως καθοριστικής για τη διάρθρωση και τη δυναμική της και ως εκ τούτου την ένταξη της κοινωνικής θεωρίας στο πλαίσιο της κλασικής πολιτικής οικονομίας και των κριτικών της. Δεύτερον, την απόκλιση από το ελεύθερο αξιών πρότυπο κοινωνικής επιστήμης και κατά συνέπεια την επεξεργασία, ρητά ή σιωπηρά, ενός συνόλου αξιών εναλλακτικού προς την κοινωνία της αγοράς. Τρίτον, τη ρήξη με τη νεοκλασική ορθοδοξία και ταυτόχρονα μία αμφίσημη αποστασιοποίηση από τη μαρξιστική παράδοση. Στη βάση αυτή, προκύπτει η κρίσιμη συμβολή αμφότερων των στοχαστών στην ερμηνεία της μετάβασης στο ιμπεριαλιστικό κράτος σε συνάρτηση προς την ωρίμανση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, ως διαδικασία που αναφέρεται στο βάθεμα της εκμηχανισμένης παραγωγής, τις εγγενείς στην κεφαλαιακή συσσώρευση επαναλαμβανόμενες κρίσεις, τον σχηματισμό μονοπωλιακών αγορών και την επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Hobson κατασκευάζει μία συμπαγή θεωρία για τον ιμπεριαλισμό η οποία εστιάζει στις οικονομικές αιτίες του φαινομένου και στο πρακτικό επίπεδο εισηγείται μία σοσιαλδημοκρατική ρύθμιση της κεφαλαιοκρατίας. Το αδύνατο σημείο της θεωρίας εντοπίζεται στην ασυνέπεια αναφορικά με την εμπλοκή μη οικονομικών κινήτρων στην ιμπεριαλιστική πολιτική και τη σχέση των χρηματοδοτικών συμφερόντων έναντι του προβλήματος της ειρήνευσης και του πολέμου. Mε σχετικά διαφορετικό τρόπο, αλλά σε συνομιλία με τη θεωρία του Hobson, η μελέτη του κλασικού ιμπεριαλισμού από τον Veblen δεν συγκροτείται ως αυτόνομο πεδίο έρευνας εντός της θεσμικής κοινωνικής θεωρίας. Σε πρώτο χρόνο, εξετάζεται παρενθετικά από τη σκοπιά της υπαγωγής, τρόπον τινά, του νεωτερικού κράτους στους εν γένει φορείς του κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος· σε δεύτερο χρόνο, επικαλύπτεται από την κοινωνιολογική μελέτη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Στην τελευταία του εκδοχή, το ζήτημα αποκτά το διευρυμένο περιεχόμενο του αιτιακού πλέγματος που ακυρώνει τις δυνατότητες τις οποίες έχει αναδείξει η νεωτερικότητα για την εδραίωση μίας μόνιμης ειρήνης. Εν προκειμένω υποδηλώνεται η επαναστατική άρση της κεφαλαιοκρατίας και του σύγχρονου εθνικού κράτος.Τεκμήριο Το ΕΑΜ στην Ηλεία η συγκρότηση της λαϊκής ηγεμονίας (1941-1944) : οργανωτικά πρότυπα και φαντασιακές λειτουργίεςΜούτουλας, Παντελής, 1956-; Θεοτοκάς, Νίκος, 1956-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2012)