Η κοινωνική πολιτική σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον : προκλήσεις και προοπτικές [διεθνές επιστημονικό συνέδριο]
Μόνιμο URI για αυτήν τη συλλογήhttps://pandemos.panteion.gr/handle/123456789/20037
Επιστημονική Επιτροπή:
Σάββας Ρομπόλης
Αντώνης Μωυσίδης
Όλγα Στασινοπούλου
Μαρία Καραμεσίνη
Χρηστός Μπάγκαβος
Κανάκης Λελεδάκης
Δέσποινα Παπαδοπούλου
Οργανωτική Επιτροπή:
Σάββας Ρομπόλης
Αντώνης Μωυσίδης
Χρηστός Μπάγκαβος
Δέσποινα Παπαδοπούλου
Κανάκης Λελεδάκης
Γεωργία Πετράκη
Μαρία Στρατηγάκη
Ελένη Πρόκου
Περιήγηση
Πρόσφατες Υποβολές
Τεκμήριο Κοινωνικός αποκλεισμός και δια βίου μάθηση στην ΕλλάδαΔημουλάς, Κωνσταντίνος; Dimoulas, Constantine (Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2006)Η αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα υπήρξε εμβρυακή και αποσπασματική. Οι πολιτικές για την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού, δέσμιες της ελλιπούς κοινωνικής πολιτικής και ενός μοντέλου κοινωνικής προστασίας που στηρίζεται στις εισφορές και την παρουσία υπολειμματικής πρόνοιας, καθορίζονται από τον επικουρικό χαρακτήρα των χρηματοδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις προτεραιότητες των πολιτικών της. Η εξέταση του τρόπου εφαρμογής αυτών των πολιτικών στην Ελλάδα στα προγράμματα Φτώχεια I και II, τα Επιχειρησιακά Προγράμματα Καταπολέμησης του Αποκλεισμού στην Αγορά Εργασίας και τα Εθνικά Σχέδια για την Κοινωνική Ένταξη μας δείχνει τη μετάβαση από τις εξειδικευμένες πολιτικές στις πολιτικές που συγκλίνουν και υπερκαθορίζονται από αυτές για την απασχόληση. Στο βαθμό που οι τελευταίες εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του υπολειμματικού κράτους εργασίας (residual workfare state) και αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη δια βίου μάθηση αυτή επιβάλλεται και ως βασικό μέτρο για την κοινωνική ενσωμάτωση και. την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού. Στην εργασία μας υποστηρίζεται ότι με τον τρόπο που εφαρμόζονται οι πολιτικές για τη διά βίου μάθηση, διέπονται από δομικές αδυναμίες που υποσκάπτουν τη δυνατότητά τους να συνεισφέρουν στην άρση του κοινωνικού αποκλεισμού καθώς λειτουργούν περισσότερο ως υποκατάστατο στην απουσία συγκροτημένων πολιτικών για την κοινωνική συνοχή παρά ως μέσο για την αντιμετώπιση του. Αυτή η θέση επιδιώκεται να αναδειχθεί με αναφορές σε εμπειρικά δεδομένα, κυρίως, για τους μετανάστες και τα άτομα με αναπηρίες.Τεκμήριο Φτώχεια και κοινωνική προστασία στην Ελλάδα και στην ΕΕ(15) την αυγή του 21ου αιώνα. Συγκρίσεις και τάσεις.Παπαθεοδώρου, Χρίστος; Papatheodorou, Christos (2006)Η εργασία αυτή διερευνά βασικές διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα και την ΕΕ( 15) αξιοποιώντας τα δεδομένα της έρευνας του Ευρωπαϊκού Πάνελ Νοικοκυριών (European Community Household Pane). Η σύγκριση του επιπέδου φτώχειας μεταξύ χωρών γίνεται συνήθως με βάση γραμμές σχετικής φτώχειας που υπολογίζονται σε επίπεδο χώρας υιοθετώντας τον ίδιο ορισμό. Με αυτό τον τρόπο όμως τα ποσοστά φτώχειας αντανακλούν τον βαθμό ανισότητας της διανομής του εισοδήματος μέσα σε κάθε χώρα, και δεν λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στο επίπεδο ευημερίας των κατοίκων μεταξύ των χωρών. Στην εργασία παρουσιάζονται επιπλέον συγκρίσιμες εκτιμήσεις του επιπέδου φτώχειας εφαρμόζοντας κοινές γραμμές φτώχειας για όλες τις χώρες της ΕΕ( 15). Έτσι καταδεικνύονται οι ακόμα μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των χωρών αυτών όσο αφορά το επίπεδο ευημερίας και φτώχειας των κατοίκων τους. Στο πλαίσιο της συγκριτικής ανάλυσης οι χώρες ομαδοποιούνται σε τέσσερις διακριτούς τύπους κοινωνικού κράτους, γεγονός που επιτρέπει τη διερεύνηση του βαθμού στον οποίο οι υπάρχουσες διαφορές στο επίπεδο φτώχειας μεταξύ των χωρών μπορούν να ερμηνευτούν από τις διαφορές στα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Για την ανάλυση της αποτελεσματικότητας και των ιδιαιτεροτήτων των συστημάτων κοινωνικής προστασίας της κάθε χώρας (και φυσικά της Ελλάδας) έμφαση δίνεται στον αναδιανεμητικό ρόλο των κοινωνικών μεταβιβάσεων (συνολικά και κατά ομάδα).Τεκμήριο Οικογενειακές πολιτικές και ισότητα φύλων στην ΕλλάδαΧατζηβαρνάβα, Εύη (2006)Οι οικογενειακές πολιτικές εξετάζονται από την οπτική γωνία της επίπτωσης που έχουν στην ισότητα των ευκαιριών ανάμεσα στους πατέρες και τις μητέρες, στην ίση πρόσβαση τους σε πόρους (οικονομικούς, χρόνου) και στην αλλαγή των κοινωνικών αντιλήψεων όσον αφορά τους κοινωνικούς τους ρόλους. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι οικογενειακές πολιτικές εξακολουθούν να εμποτίζονται από παραδοσιακές αντιλήψεις ή αντίθετα επιδιώκουν να επηρεάσουν και τελικά επηρεάζουν τη συμπεριφορά και την καθημερινή πρακτική προάγοντας την ισότητα των ευκαιριών ανάμεσα στους πατέρες και τις μητέρες. Το ερώτημα εξετάζεται σε συσχετισμό με τρεις τομείς οικογενειακής πολιτικής: τον τομέα των οικογενειακών πολιτικών που στοχεύουν στο να διευκολύνουν τους γονείς να συνδυάσουν την εργασία με την οικογένεια, τον τομέα των πολιτικών που σχετίζονται με την διασφάλιση βασικών όρων διαβίωσης της οικογένειας και τον τομέα των πολιτικών που σχετίζονται με τις υπηρεσίες στήριξης της οικογένειας. Χρησιμοποιούνται παραδείγματα από εμπειρίες μητέρων από πρόσφατη έρευνα, στην οποία συμμετείχε η εισηγήτρια με θέμα «Μαθαίνοντας από τις Οικογένειες: Πολιτικές και Πρακτικές Καταπολέμησης του Κοινωνικού Αποκλεισμού σε Οικογένειες με Μικρά Παιδιά» (Homestart International, 2005).Τεκμήριο Σύγχρονες εξελίξεις στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ΕλλάδαΡομπόλης, Σάββας; Robolis, Savvas (2006)Οι εξελίξεις στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρώπη και την Ελλάδα χαρακτηρίζονται από την περίοδο ανάπτυξής τους (αρχές εικοστού αιώνα) μέχρι την σημερινή περίοδο (αρχές εικοστού πρώτου αιώνα) της απορρύθμισής τους. Η θεωρητική υπόθεση εργασίας αυτών των εξελίξεων ενυπάρχει στην αντίληψη ότι η ανάπτυξη του κράτους-πρόνοιας και των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη-μέλη αποσταθεροποιεί τα δημόσια οικονομικά και επιβαρύνει υπερβολικά την ευρωπαϊκή οικονομία και όχι ότι οι κοινωνικές δαπάνες «ενεργούν ως αποτελεσματικός αντι-κυκλικός σταθεροποιητής» (Begg et al., 2001). Έτσι, το κράτος-πρόνοιας και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης εξελίσσονται με άξονα τη στρατηγική ότι η αύξηση των κοινωνικών δαπανών και η συνεπακόλουθη αύξηση των φορολογικών βαρών απειλεί να θέσει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και ως εκ τούτου να υπονομεύσει τον δυναμισμό της ευρωπαϊκής (L. Gaiino, 2006) και της ελληνικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι εάν η κοινωνικο-ασφαλιστική πολιτική στην Ελλάδα επιθυμεί να απομακρυνθεί από αυτή την στρατηγική, θα πρέπει η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας που παρουσιάζεται στην εισήγηση, να διαθέσει πρόσθετους πόρους της τάξης του 1,4% του ΑΕΠ (2 δις ευρώ) ετησίως διαμέσου της δυναμικά διευρυνόμενης αναδιανομής του εισοδήματος. Οι πρόσθετοι αυτοί πόροι θα συμβάλουν στο σχηματισμό του αναγκαίου αποθεματικού κεφαλαίου, που εξανεμίστηκε τα προηγούμενα χρόνια έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση των συντάξεων μετά το 2025.Τεκμήριο Συστήματα οργάνωσης και ευέλικτης προσαρμογής της αγροτικής οικογένειας στον ελληνικό ύπαιθρο χώρο: η δυναμική της συνεργασίας και του μη αποκλεισμούΓούσιος, Δημήτρης (2006)Παρά το γεγονός ότι η δυναμικότητα των τοπικών κοινωνιών στην Ε.Ε. δεν εξασφαλίζεται πλέον από τη γεωργία, η δυναμική της ενσωμάτωσης του ελληνικού υπαίθρου χώρου δε διαρρηγνύει τους δεσμούς που η αγροτική κοινωνία διατηρούσε με τις περιοχές της. Οι έρευνες δείχνουν ότι αντίθετα με το βορά, η ελληνική αγροτική οικογένεια δε διαχωρίζεται από την πορεία των περιοχών της υπαίθρου και των κοινωνιών τους, αναπτύσσοντας στενές σχέσεις με το χώρο και την τοπική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων οι κοινωνίες αυτές διαφοροποιούνται όχι μέσω της γεωργίας αλλά εξ' αιτίας των αρθρώσεων με την πόλη και των ευκαιριών απασχόλησης στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Η ποικιλία των δομών εκμεταλλεύσεων που προκύπτει, αντιστοιχεί σε μια ποικιλία κοινωνικών και οικονομικών απαιτήσεων οι οποίες εκφράζονται πλέον στο εσωτερικό της εδαφικής περιοχής. Οι διαφοροποιήσεις που εντοπίζονται στο εσωτερικό του αγροτικού οικισμού προσεγγίζονται εδώ ως προβολή των διάφορων οικογενειακών στρατηγικών. Οι στρατηγικές αυτές στηρίζονται στη λειτουργία διαφόρων συστημάτων οργάνωσης και δικτύωσης στο επίπεδο της οικογένειας, του οικισμού και της εδαφικής περιοχής. Η αγροτική οικογένεια αξιοποιεί σ' αυτά τα επίπεδα το τοπικό κοινωνικό και χωρικό κεφάλαιο με στόχο τον ταυτόχρονο συνδυασμό της λειτουργίας μιας εκσυγχρονισμένης μονάδας γεωργικής παραγωγής οποιοσδήποτε μεγέθους και της επιχειρηματικής της δράση εκτός γεωργίας στα όρια της εδαφικής της περιοχής. Ενδιαφέρουσες δομές όπως το χωρικό νοικοκυριό, η διευρυμένη εκμετάλλευση, το τοπικό κοινωνικό παραγωγικό σύστημα, συμβάλλουν μέσω της συνεργασίας στην ευελιξία της αγροτικής οικογένειας ως προς τις ευρύτερες στρατηγικές επιλογές της (απασχόληση, εξυπηρετήσεις, κατοικία), χωρίς να αποκλείουν τις πολυδραστήριες ή μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Αυτή η περιοχή εμφανίζεται τελικά, ως η καταλληλότερη χωρική κλίμακα για την προσέγγιση των συνολικών χωρικών και κοινωνικο-οικονομικών ανασυνθέσεων που παρατηρούνται στο εσωτερικό του με κύρια συνιστώσα την αγροτική οικογένεια.Τεκμήριο Κοινωνικές ανισότητες και οι κοινωνικές επιπτώσεις της αγροτικής πολιτικής στην ελληνική ύπαιθροΠαπαδόπουλος, Απόστολος Γ.; Papadopoulos, Apostolos (Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2006)Η αναλυτική μελέτη της σύγχρονης ελληνικής αγροτικής κοινωνίας είναι σήμερα επιβεβλημένη εξαιτίας της γενικευμένης υποεκτίμησης ή αντίστοιχα της υπερεκτίμησης των αλλαγών που την επηρεάζουν. Στο παρελθόν, ο αγροτικός χώρος θεωρούνταν εξ ορισμού ως χώρος όπου κυριαρχούσε η φτώχεια, ενώ αρκετά πρόσφατα άρχισαν να ερευνώνται διάφορες πτυχές του κοινωνικού αποκλεισμού των κατοίκων της υπαίθρου. Ταυτόχρονα, η κοινή γνώμη είτε προβάλλει στην κοινωνία της υπαίθρου χαρακτηριστικά που αντανακλούν το παραδοσιακό παρελθόν της συνολικής κοινωνίας είτε τη θεωρεί ως μια φθίνουσα κοινωνική πραγματικότητα η οποία τείνει να αφομοιωθεί από τη σύγχρονη αστική κοινωνία. Στην παρούσα εισήγηση υποστηρίζουμε ότι οι κοινωνικές ανισότητες στην ελληνική ύπαιθρο χαρακτηρίζονται από σημαντική πολυπλοκότητα αλλά και από αρκετά παράδοξα, καθώς επίσης χρειάζεται περισσότερη έρευνα σχετικά με τους δείκτες που αντανακλούν την κοινωνική ανισότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Επιπρόσθετα, η κοινή αγροτική πολιτική, η οποία στην αναθεωρημένη εκδοχή της ευνοεί τις εισοδηματικές μεταβιβάσεις προς τα λιγότερο ευνοημένα αγροτικά νοικοκυριά και προωθεί την προσαρμογή των αγροτικών περιοχών στις νέες απαιτήσεις της αστικής κατανάλωσης, έχει ιδιαίτερα σημαντικές επιπτώσεις στα αγροτικά νοικοκυριά. Παρόλα αυτά, η έλλειψη εξειδίκευσης και περιφερειοποίησης της αγροτικής και της περιφερειακής πολιτικής της Ε.Ε. στη χώρα μας έχει συνεισφέρει στην παρανόηση των κοινωνικοοικονομικών και των χωρικών διαφορών μεταξύ των αγροτικών νοικοκυριών και συστηματικά υποεκτιμά το διάχυτο κοινωνικό και οικονομικό χαρακτήρα της γεωργίας στην ελληνική ύπαιθρο. Καθώς οι «αναπαραστάσεις» της υπαίθρου και των κατοίκων της έχουν επιδράσει σε μεγάλο βαθμό στο σχεδίασμά και την εφαρμογή της αγροτικής πολιτικής θεωρούμε ότι υφίστανται σημαντικές ιδιαιτερότητες στη θεώρηση της κοινωνικής πολιτικής στην ελληνική ύπαιθρο. Η κατασκευή μιας εμπειρικά ενήμερης θεωρητικής κατασκευής δεν αποτελεί απλώς ένα σύγχρονο αίτημα, αλλά και την βασική προϋπόθεση για τη μελέτη των κοινωνικών ανισοτήτων και των επιπτώσεων της αγροτικής πολιτικής στην ελληνική ύπαιθρο.Τεκμήριο Changement social, pauvreté et exclusion sociale: quelles spécifìcités, quelles politiques en milieu rural ?Mathieu, Nicole (Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2006)Poser la question des politiques sociales - et d'un certain constat d'échec quant à leur effectivité dans la lutte contre l'accroissement des inégalités sociales et la montée des nouvelles pauvretés et exclusions sociales dans les sociétés postindustrielles, en particulier en Europe - oblige à s'interroger sur le système de concepts sur lesquels ces politiques reposent, concepts qui, le plus souvent, ont été bâtis sur les dispositifs statistiques et d'observation de la période de l'après deuxième guerre mondiale, ceci des deux côtés du mur. Les problématiques dominant ces politiques ont été la lutte contre la reproduction des inégalités sociales (de classe) par la formation (et donc l'accès à l'emploi) et par la production de logements dits d'habitat social sans chercher à produire de nouvelles connaissances non seulement de l'évolution du phénomène de pauvreté et d'exclusion sociale mais surtout de ses liens avec les autres aspects du changement social et des idéologies politiques comme le rapport avec la mondialisation voire avec la nouvelle utopie politique du développement durable censée concilier la dimension sociale - qui nous concerne - avec celles économiques et écologiques dans une éthique du long terme. Notre hypothèse - dont certains aspects ont été élaborés dès les années 80 et d'autres sont relativement récents - est que la faiblesse de ces politiques sociales tient à l'ignorance (la sous-estimation) de trois dimensions cognitives pourtant essentielles : le territoire et son rôle dans l'exclusion/intégration sociale d'où le recours à la catégorie de rural et de territoire rural pour en démontrer la pertinence ; l'identification des jeunes « en difficulté » au sein des jeunes ruraux parce qu'ils renvoient aux nouvelles configurations de la pauvreté et à ses relations concrètes non seulement avec le milieu familial mais aussi avec les changements de l'« économie rurale » du lien social local ; enfin la question de l'évaluation des politiques en direction des jeunes ruraux en difficulté qui a donné lieu à une recherche européenne menée dans cinq pays de l'UE. Au-delà des spécificités mises en évidence, c'est la question du manque de connaissance des populations en difficulté - des jeunes en particulier - qui ne sont pas identifiées sur des territoires et dans les lieux de vie, et dont l'évolution n'est pas connue qui nous paraît essentielle pour repenser les politiques sociales à l'échelle européenne et pour sortir des schémas « alocalisés » dont l'effectivité est plus que mise en doute.Τεκμήριο Δημογραφικές εξελίξεις, μετανάστευση και Ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτικήΦωτάκης, Κωνσταντίνος; Fotakis, Konstantinos (Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2006)Η γήρανση του πληθυσμού και η σταδιακή παγκοσμιοποίηση του οικονομικού περιβάλλοντος εγείρουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα τόσο για την οικονομική ανάπτυξη, και την αγορά εργασίας όσο και για το μέλλον του κοινωνικού κράτους. Τα θέματα αυτά απασχολούν ιδιαίτερα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με βάση τα δημογραφικά δεδομένα αναμένεται ότι οι τάσεις αυτές θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο μετά το 2010 όταν οι πολυπληθείς γενεές των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών θα αποχωρούν από την αγορά εργασίας. Παράλληλα, η αύξηση των μεταναστευτικών ροών από τρίτες χώρες που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη κατά τα τελευταία 20 χρόνια αποτελεί αναπόσπαστη διάσταση αυτής της προβληματικής. Παρότι είναι ουτοπία να πιστεύουμε ότι η αύξηση των μεταναστευτικών εισροών θα μπορούσε να δώσει λύσεις στα σύνθετα και πολυποίκιλα προβλήματα που απορρέουν από τη ραγδαία δημογραφική γήρανση, είναι γεγονός ότι η επιτυχής αξιοποίηση του μεταναστευτικού ρεύματος θα μπορούσε να προσφέρει μια σημαντική συμβολή η οποία δεν θα πρέπει να αγνοηθεί από τους ασκούντες πολιτική. Για το σκοπό αυτό απαιτείται ένα πλέγμα πολιτικών - συμπεριλαμβανομένης και της κοινωνικής πολιτικής - που δεν θα περιορίζεται στην διαχείριση των μεταναστευτικών ροών αλλά παράλληλα θα ενθαρρύνει την ενεργό συμμετοχή των μεταναστών στην οικονομική και κοινωνική ζωή των χωρών υποδοχής. Προϋπόθεση για την επιτυχία των πολιτικών αυτών είναι να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι ανησυχίες και οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται από μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης ώστε να αντιμετωπιστούν τόσο τα όποια υπαρκτά προβλήματα όσο και οι φοβίες που έντεχνα καλλιεργούνται από ακραίους πολιτικούς χώρους. Η επιτυχής κοινωνική και οικονομική ένταξη των μεταναστών στη χώρα υποδοχής αποτελεί πρόκληση και συμφέρον όχι μόνο για τους ίδιους τους μετανάστες αλλά και για τις κοινωνίες των χωρών υποδοχής. Η ανάγκη για την διατύπωση μιας κοινής μεταναστευτικής πολιτικής σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αναγνωρίστηκε από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1999) η οποία προβλέπει με το Άρθρο 63 την διαμόρφωση κοινής πολιτικής για την μετανάστευση. Όμως η μεταναστευτική πολιτική συνδέεται άμεσα με την αδιαμφισβήτητη δικαιοδοσία του κάθε κράτους να χορηγεί άδειες παραμονής, άσυλο ή υπηκοότητα σε πολίτες τρίτων χωρών. Για το λόγο αυτό, παρόλη την πρόοδο που συντελέστηκε κατά την τελευταία διετία, η μέχρι τώρα ανάπτυξή της Ευρωπαϊκής Μεταναστευτικής Πολιτικής έχει διατηρήσει ένα επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τις εθνικές πολιτικές. Ταυτόχρονα όμως, έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτή η αναγκαιότητα ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής συνεργασίας ιδιαίτερα σε μια σειρά από θέματα όπως: • Η διαμόρφωση ενός κοινού θεσμικού πλαισίου αρχών για την πιο ομαλή συνεργασία των κρατών - μελών και τον συντονισμό των εθνικών πολιτικών. • Η διατύπωση ενιαίας διαπραγματευτικής θέσης σε θέματα συνεργασίας με τις χώρες προέλευσης με στόχο την καλλίτερη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και τον περιορισμό της παράνομης μετανάστευσης. • Η προώθηση της κοινωνικής και οικονομικής ένταξης των μεταναστών ειδικότερα σε θέματα προώθησης της απασχόλησης, καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού και της ξενοφοβίαςΤεκμήριο Τριτοβάθμια εκπαίδευση και απασχόληση: επαγγελματική ένταξη των αποφοίτων και εκπαιδευτική πολιτικήΚαραμεσίνη, Μαρία; Karamesini, Maria; Πρόκου, Ελένη; Prokou, Eleni (Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2006)Η εισήγηση αυτή επιδιώκει να παρουσιάσει εμπειρικά δεδομένα για τις δυσκολίες επαγγελματικής ένταξης των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και να τις συνδέσει κριτικά με τη διεθνή συζήτηση για το ρόλο του συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ώστε να προωθεί την απασχολησιμότητα των αποφοίτων, σε περίοδο μαζικής ανεργίας και σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο οικονομικό και τεχνολογικό πλαίσιο. Στο πρώτο μέρος της εισήγησης διερευνούμε εμπειρικά την επαγγελματική ένταξη των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα την τελευταία επταετία. Η προσέγγιση που υιοθετούμε είναι μακρο-οικονομική/κοινωνική. Η διερεύνηση στηρίζεται στην παρακολούθηση της εξέλιξης των ποσοστών συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, απασχόλησης και ανεργίας των πτυχιούχων επί σειρά ετών μετά την αποφοίτηση. Συγκεκριμένα, εξετάζεται η πορεία επαγγελματικής ένταξης της σειράς των αποφοίτων του 1999 συνολικά και κατά φύλο την περίοδο 2000-2005 και γίνονται συγκρίσεις μεταξύ των πτυχιούχων πανεπιστημίων και TEI. Οι συνοπτικοί δείκτες μέσω των οποίων συλλαμβάνουμε τον βαθμό και την ποιότητα επαγγελματικής ένταξης των αποφοίτων είναι το ποσοστό απασχόλησης και το ποσοστό συμμετοχής τους σε θέσεις σταθερής μισθωτής απασχόλησης. Τέλος διερευνούμε την επίπτωση της οικονομικής συγκυρίας στην επαγγελματική ένταξη των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω της σύγκρισης των ποσοστών απασχόλησης των αποφοίτων του 1994,1996, 1998, 2000 και του 2002 ένα, τρία και πέντε έτη μετά την αποφοίτηση. Στο δεύτερο μέρος της εισήγησης διερευνούμε γενικότερα το ζήτημα της σύνδεσης του συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, με αναφορά τόσο στην απασχολησιμότητα των αποφοίτων όσο και στο μεταβαλλόμενο ρόλο του Πανεπιστημίου την εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Οι σημερινοί ραγδαίοι κοινωνικο-οικονομικοί μετασχηματισμοί έχουν οδηγήσει σε αμφισβήτηση των συμβατικών παραδοχών γύρω από τις διευθυντικές/επαγγελματικές καριέρες. Δεν είναι πλέον εφικτό οι απόφοιτοι να σχεδιάζουν το μέλλον τους σε μόνιμη βάση. Καλούνται να είναι πιο ‘ευέλικτοι’ στην αγορά εργασίας, η όποια δίνει έμφαση στις δεξιότητες (τεχνικές και κοινωνικές). Σε μεγάλο βαθμό, οι ευκαιρίες απασχόλησης των πτυχιούχων ανάγονται στις ποσοτικές, δομικές και σε επίπεδο δεξιοτήτων διασυνδέσεις μεταξύ του συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και του συστήματος απασχόλησης. Ωστόσο, η έμφαση στις δεξιότητες και την απασχολησιμότητα των αποφοίτων έχει επιφέρει αλλαγές στο ρόλο του Πανεπιστημίου, το οποίο φαίνεται να εγκαταλείπει τα Χουμπολντιανά ιδεώδη του αυτόνομου πανεπιστημίου.Τεκμήριο Σύγχρονες πολιτικές εργασιακών σχέσεων: εργαλεία αναδιανομής υπέρ της εργασίας ή σε βάρος της;Κουζής, Γιάννης; Yannis Kouzis, Kouzis (Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2006)Οι σύγχρονες πολιτικές εργασιακών σχέσεων στον διεθνή ευρωπαϊκό χώρο αποβλέπουν συχνά σε ένα αποτέλεσμα διάφορο προς εκείνο που αποσκοπούσαν κατά την περίοδο ανάπτυξης του Κράτους Πρόνοιας οι ρυθμίσεις στο πεδίο της εργατικής νομοθεσίας. Ένα αποτέλεσμα που απέβλεπε σε μια αναδιανομή πλούτου υπέρ της εργασίας μέσα από την κατοχύρωση και διεύρυνση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Ωστόσο κατά την τελευταία δεκαπενταετία και υπό την πίεση των δυνάμεων του κεφαλαίου εντείνεται το φαινόμενο των παρεμβάσεων και ρυθμίσεων στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων που αποσκοπούν στην μείωση του εργασιακού κόστους στην κατεύθυνση ενός αφηρημένου στόχου ενίσχυσης της ανταγωνιστικής θέσης των επιχειρήσεων χωρίς αυτή η πολιτική να συνδυάζεται με την ουσιαστική ενίσχυση της απασχόλησης και των εργασιακών δικαιωμάτων. Αντιθέτως καταγράφονται φαινόμενα απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων που συνεπάγονται πρακτικές αναδιανομής πλούτου σε βάρος της εργασίας και υπέρ του κεφαλαίου χωρίς περαιτέρω δεσμεύσεις των επιχειρήσεων για παραγωγική επένδυση των αυξημένων κερδών που αυτές οι πολιτικές συνεπάγονται. Πρόσφατο ελληνικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής αποτελούν τα μέτρα για τον χρόνο εργασίας που μεταφράζεται στην μείωση του κόστους των υπερωριών, στην αύξηση του πραγματικού εργάσιμου χρόνου στο πλαίσιο του διευθυντικού δικαιώματος και στην θέσπιση της κατ’ ουσίαν υποχρεωτικής ελαστικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας παρακάμπτοντας την συλλογική αυτονομία και ενισχύοντας σημαντικά τα περιθώρια κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Οι εξελίξεις αυτές γεννούν σειρά προβληματισμών για το περιεχόμενο των σύγχρονων «εργατικών» ρυθμίσεων και την συμβολή τους στην δημιουργία όρων αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων αποκλίνοντας του ιστορικού τους ρόλου.Τεκμήριο Τα όρια της κοινωνικής πολιτικής: θαλασσογραφίαΒενιέρης, Δημήτρης; Venieris, Dimitris (Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2006)Η αναζήτηση των ορίων της κοινωνικής πολιτικής συνδέεται με τη διερεύνηση εννοιών όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και ζητημάτων όπως η αναδιανομή πόρων. Ανιχνεύει τα όρια της κοινωνικής αλληλεγγύης. Αντανακλά κοινωνικές αξίες και πρότυπα. Απηχεί ιδεολογικές τάσεις και προσεγγίσεις. Αντικρίζει την ουσία της οικονομικής πολιτικής. Δεν είναι ουδέτερη και δεν πρέπει να είναι δογματική. Στην πράξη, η δυναμική της εξέλιξης της κοινωνικής πολιτικής διαμορφώνει και τη δυναμική του εύρους των ορίων της. Στην αναζήτηση, το περί ορίων ζήτημα επικεντρώνεται σε δύο πτυχές. Πρώτον, στα πεδία τα οποία παρεμβαίνει η κοινωνική πολιτική. Δεύτερον και κυρίως, στο βαθμό τον οποίο νομιμοποιείται να παρεμβαίνει. Το άρθρο καταρχήν αναφέρεται στην έννοια και τη φύση της κοινωνικής πολιτικής αναδεικνύοντας τις δυσχέρειες της μελέτης των ορίων της. Στη συνέχεια εστιάζει στην αναδιανεμητική λειτουργία της -που δικαίως θεωρείται η πεμπτουσία της, και προσεγγίζει τη σχέση της με την οικονομική πολιτική -σαν το θεμελιώδη μοχλό κοινωνικής δικαιοσύνης και σε αντιδιαστολή με την εργαλειακή της προσέγγιση. Τέλος, συζητούνται πτυχές των επιδράσεων της παγκοσμιοποίησης -όπως η σταδιακή αποδυνάμωση του εθνικού κράτους ή η «κρίση» της κοινωνικής πολιτικής και η ανταπόκριση της -που διαμορφώνουν συνολικά νέους όρους και νέα όρια άσκησης της. Στην κατεύθυνση αυτή παρουσιάζεται συνοπτικά και το ζήτημα της «Παγκόσμιας Κοινωνικής Πολιτικής» (Global Social Policy). Εν ολίγοις, τα όρια της κοινωνικής πολιτικής παραμένουν σταθερά, σαφή και συγκεκριμένα. Σαν τα μήκη, πλάτη και βάθη της θάλασσαςΤεκμήριο Η προβληματική της κοινωνικής μεταρρύθμισης: αξιακές επιλογές, διλήμματα και προοπτικέςΠετμεζίδου, Μαρία; Petmezidou, Maria (Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2006)Η εισήγηση επικεντρώνεται στις κεντρικές αξιακές επιλογές και τα βασικά διλήμματα που διατρέχουν τον Ευρωπαϊκό διάλογο για το μέλλον του κοινωνικού κράτους. Στο πρώτο μέρος γίνεται σύντομη αναφορά στην προβληματική της συγκριτικής έρευνας για το κοινωνικό κράτος. Τονίζεται η αποδυνάμωση της σκοπιάς της πολιτικής οικονομίας και η στροφή σε προγενέστερες ερμηνευτικές προοπτικές που προβάλλουν τον οικονομικό ντετερμινισμό (όπως για παράδειγμα η «λογική του βιομηχανισμού» και οι σύγχρονες εκδοχές της με έμφαση στον «μετα-βιομηχανισμό» και την «παγκοσμιοποίηση»). Υπό το πρίσμα αυτό, στο δεύτερο μέρος εξετάζονται οι «λόγοι» γύρω από τους νέους «κοινωνικούς κινδύνους» που αναδύονται στο πλαίσιo της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, οι επιλογές πολιτικής (policy choices) που κατευθύνουν τις μεταρρυθμίσεις και το αξιακό υπόβαθρο των επιλογών αυτών. Δεδομένου ότι σε μεγάλο βαθμό η προβληματική της μεταρρύθμισης -υπό την επιταγή της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής αποδοτικότητας- επικεντρώνεται στην ανάγκη αναχαίτισης των κοινωνικο-πολιτικών προσδοκιών που εξέθρεψε το κράτος πρόνοιας κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, στο τρίτο μέρος της εισήγησης υποβάλλουμε σε εμπειρική διερεύνηση το επιχείρημα ότι η «ισότητα» και η «οικονομική αποδοτικότητα» αποτελούν συγκρουόμενους στόχους. Τα εμπειρικά στοιχεία για τη συγκριτική απόδοση των χωρών-μελών της ΕΕ ως προς τους στόχους της Λισσαβόνας (με επίκεντρο την ανταγωνιστικότητα), σε σχέση με τις επιδόσεις ως προς την κοινωνική αναδιανομή θέτουν υπό αμφισβήτηση την άποψη περί αντισταθμίσματος μεταξύ ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής αλληλεγγύης και εγείρουν ερωτηματικά για τις επιλογές μέτρων πολιτικής που απορρέουν από την άποψη αυτή.Τεκμήριο Η Κοινωνική Πολιτική σ’ ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον: Προκλήσεις και Προοπτικές: περιεχόμενα - πρόλογος - χαιρετισμοί - βιογραφικάΠάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής; Panteion University. Department of Social Policy (Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2006)ο Τόμος αυτός περιλαμβάνει τις εισηγήσεις καθώς και τις περιλήψεις των εισηγήσεων του διεθνούς συνεδρίου «Η κοινωνική πολιτική σ’ ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον: προκλήσεις και προοπτικές» που πραγματοποιήθηκε (25/5/2006) στην Αθήνα, στο πλαίσιο του Προγράμματος αναμόρφωσης Προπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής. Εντάσσεται, σύμφωνα με την πρόταση του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής, στο Πακέτο Εργασίας (Π.Ε./Διενέργεια Διεθνούς συνεδρίου και έκδοση των πρακτικών) υλοποιώντας τον στόχο του συγκεκριμένου Π.Ε. ο οποίος συνίσταται στην ενημέρωση των φοιτητών, των ερευνητών και των πανεπιστημιακών για τις προκλήσεις και τις προοπτικές της κοινωνικής πολιτικής σ’ ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον.