Η νομολογιακή αντιμετώπιση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 48 Π.Κ.: τιμωρητικότητα ή δικαστικές πρακτικές
Κύρια Υπευθυνότητα:
Χανιαλάκη, Ιωάννα
Επιβλέπων:
Ζαραφωνίτου, Χριστίνα
Θέματα:
Τιμωρία Criminal justice, Administration of Sentences (Criminal procedure) Punishment
Ημερομηνία Έκδοσης:
2010
Εκδότης:
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:
Η παρούσα εργασία ερευνά τη νομολογιακή διάπλαση των αόριστων νομικών εννοιών οι οποίες εμπεριέχονται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 84 Π.Κ., το οποίο αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, μέσα από την εξέταση αποφάσεων του Αρείου Πάγου το χρονικό διάστημα 1989-2009. Ερευνάται ουσιαστικά ο τρόπος χειρισμού της διακριτικής ευχέρειας την οποία έχουν οι δικαστές των δικαστηρίων της ουσίας σχετικά με τη διαμόρφωση του περιεχόμενου των ελαφρυντικών περιστάσεων.Οι κύριες ερευνητικές υποθέσεις συνίστανται στα εξής σημεία :• Αν και κατά πόσο η αντίληψη των δικαστών για το ρόλο της επιβολής της ποινής επηρεάζει τη δικαστική τους κρίση κατά το στάδιο της αναγνώρισης μιας ελαφρυντικής περίστασης.• Αν η προσωπικότητα του δικαστή διαδραματίζει κάποιο ρόλο κατά το παραπάνω στάδιο.• Αν οι δικαστές κινούνται μέσα σε ένα πλαίσιο μιας τρέχουσας αντεγκληματικής πολιτικής διαπλάθοντας το περιεχόμενο των αορίστων νομικών εννοιών ή ακολουθούν κανόνες που τους επιβάλλει μια πρακτική που υπάρχει αναφορικά με τη διάπλαση αυτή.• Αν οι δικαστές κινούνται μέσα στα πλαίσια που τους επιβάλλει ο νόμος σχετικά με την υποχρέωση να θεμελιώνουν ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση τους.• Κατά πόσο ο Άρειος Πάγος εντοπίζει αυθαιρεσίες και προχωρά σε αναίρεση των αποφάσεων που τις περιέχουν.Το κύριο συμπέρασμα στο οποίο οδήγησε η διεξαγωγή της έρευνας αφορά την ποικιλομορφία των παραγόντων που επηρεάζουν τη δικαστική κρίση κατά το στάδιο αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων :Τιμωρητικά στοιχεία που συνδυάζονται με την απόδοση ανταποδοτικού – εκδικητικού χαρακτήρα στην επιμέτρηση της ποινής εμφανίζονταν όταν οι λόγοι μη αναγνώρισης του ελαφρυντικού αφορούν είτε την επικινδυνότητα του δράστη, είτε στοιχεία που δε σχετίζονται νοηματικά ή χρονικά με την ελαφρυντική περίσταση, είτε τη βαρύτητα των πράξεών του. Η έννοια της επικινδυνότητας και η τέλεση της πράξης κατ’επάγγελμα ως λόγοι μη αναγνώρισης σχετίζονται με σκοπούς ειδικοπροληπτικούς αλλά και με νέα πρότυπα αντεγκληματικής πολιτικής που εστιάζουν σε αυτή την έννοια. Η βαρύτητα των πράξεων ως λόγος απόρριψης της ελαφρυντικής περίστασης προσδίδει στην επιμέτρηση γενικοπροληπτικό – εκφοβιστικό χαρακτήρα. Ο ρόλος των αναπαραστάσεων και των στερεοτυπικών αντιλήψεων που έχουν οι δικαστές διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ειδικά στην περίπτωση δραστών – χρηστών ναρκωτικών ουσιών. Τέλος παρατηρείται ο σχηματισμός δικαστικής πρακτικής σε δύο ελαφρυντικά καθώς ακολουθείται ο ίδιος τρόπος σχηματισμού δικαστικής κρίσης ανεξάρτητα από τα στοιχεία της εκάστοτε υπόθεσης.Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτεί ο νόμος δεν υπάρχει σε όλες τις αποφάσεις. Ο Άρειος Πάγος αναιρεί όσες αποφάσεις φέρουν πρόδηλως στοιχεία αυθαιρεσίας και άκρατης τιμωρητικότητας ενώ με την επικύρωση των αντίστοιχων αποφάσεων, έχει συμβάλλει και στη δημιουργία των δικαστικών πρακτικών.
Περιγραφή:
Διπλωματική εργασία - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Κοινωνιολογίας, ΠΜΣ “Η Σύγχρονη Εγκληματικότητα και η Αντιμετώπισή της”, 2010