Library SitePandemos Repository
Pandemos Record
 

View record information

Department of International and European Studies  

Postgraduate Theses  

 
Τίτλος:Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Ρύπων ως βασικό εργαλείο περιβαλλοντικής διακυβέρνησης και ενεργειακής μετάβασης: εμπειρίες και προοπτικές
Τίτλος:The European Emissions Carbon Trading System as a main tool of environmental policy and energy transition: experience and prospects
Κύρια Υπευθυνότητα:Πανωριάδης, Μιχαήλ Χ.
Επιβλέπων:Πλατιάς, Χαράλαμπος, 1966-
Θέματα:
Keywords:Εμπόριο Ρύπων, Ευρωπαϊκή Ένωση, Περιβαλλοντική Πολιτική, Άδειες Εκπομπών, Εργαλεία Ελέγχου της Ποσότητας
Emissions Trading, European Union, Environmental Policy, Emissions Allowances, Quantity-based mechanisms
Ημερομηνία Έκδοσης:2020
Εκδότης:Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Ρύπων καλύπτει περίπου το 40% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου 11.000 βιομηχανικών εγκαταστάσεων και μονάδων παραγωγής ενέργειας1 των 28 κρατών-μελών της Ένωσης (μέχρι την 3η φάση λειτουργίας του), καθώς και αυτών της Νορβηγίας, Ισλανδίας, Λιχτενστάιν και προσφάτως (2020) της Ελβετίας, για τους τομείς της ενέργειας, της βιομηχανικής παραγωγής και της αεροπορίας (όσον αφορά τις πτήσεις από και εντός των χωρών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ζώνης). Με την συνολική αξία της αγοράς να αυξάνεται από τα €56 (2017) στα €169 (2020) εκατομμύρια και την αντίστοιχη (συνολική) αξία των αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο να φτάνει τα €194 εκατομμύριά ($215.1 εκ.), το καθιστά το μεγαλύτερο (τόσο από άποψη κάλυψης και αξίας) και παλαιότερο2 ΣΕΕ στον κόσμο. Τα παραπάνω γίνεται ενδεικτικό σε αντιπαραβολή με τους στόχους της παγκόσμιας πολιτικής ηγεσίας στα πλαίσια της Συμφωνίας των Παρισίων (σε ισχύ από το 2016) για την ανάσχεση της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας κάτω από 2℃ (με περαιτέρω στόχευση για κάτω των 1,5℃), αλλά και της εξάπλωσης των ΣΕΕ ανά τον κόσμο, ιδωμένα ως οικονομικά αποδοτικά (cost-effective) εργαλεία για την εσωτερικοποίηση του περιβαλλοντικού κόστους (κατά την νεοκλασική οικονομική θεωρία), αλλά και από νομικής σκοπιάς, αποτύπωση μιας ξεκάθαρης σχέσης σκοπού και μέσου (υπό την προϋπόθεση θεσπισμένου ορίου). Εντούτοις, τόσο η περιβαλλοντική, όσο και η κοινωνικοοικονομική αποτελεσματικότητα των συστημάτων αυτών (με κύρια περιπτωσιολογική μελέτη/case study το ΕΣΕΔ), εμφανίζεται διφορούμενη από την οικονομική, πολιτική και νομική βιβλιογραφία και ενίοτε έχει αμφισβητηθεί. Δεδομένου αυτού του πλαισίου, κρίθηκε σκόπιμη η προσέγγιση της αποτελεσματικότητας του εργαλείου με μια διεπιστημονική προσέγγιση κατά την οποία ερευνάται το όποιο θετικό περιβαλλοντικό πρόσημο (μείωση των ρύπων ή/και απανθρακοποίηση) συναρτήσει της οικονομικής αποδοτικότητας, στη βάση όμως της ευθυδικίας και της κοινωνικής ευημερίας. Επιπρόσθετα δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στο πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει, καθώς, αν και αποτελεί εργαλείο περιβαλλοντικής διακυβέρνησης, εντούτοις αντικατοπτρίζει από την σύλληψη και καθ’ όλη την πορεία λειτουργίας του εκφάνσεις πολιτικών επιρροών, συμφερόντων και συνεπώς ορίων. Τέλος, και υπό το ενδεχόμενο θέσπισης μιας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, μελετάται η βιωσιμότητά του εργαλείου και η προοπτική συνέχισης του ρόλου του ως «ακρογωνιαίου λίθου» της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής στρατηγικής. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε ήταν αυτή της πρωτογενούς έρευνας σε κανονιστικά κείμενα, υποθέσεις (ΔΕΕ), οδηγίες, και εκθέσεις της ένωσης, η διεπιστημονική βιβλιογραφική ανασκόπηση βάσει του προαναφερθέντος ερευνητικού πλαισίου, καθώς και η ποσοτική-εμπειρική και εμπειρική ανάλυση των νομικών, οικονομικών και πολιτικών δεδομένων με μια όσο το δυνατόν αφαιρετική λογική τηρουμένης της επιτρεπόμενης έκτασης. Τα αποτελέσματα της έρευνας σκιαγραφούν ένα υπό εξέλιξη (ημι)νεοκλασικό οικονομικό εργαλείο, αυξανόμενης κρατικής παρέμβασης, με σαφείς πολιτικές εισροές και προεκτάσεις το οποίο αν και ερείδεται στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και κατά προέκταση της εσωτερίκευσης του κόστους, εντούτοις δεν ικανοποιεί πλήρως και πάντα τις καίριες προϋποθέσεις. Όσον αφορά τους καθαυτούς στόχους, η μείωση των ρύπων φαίνεται να επιτυγχάνεται σε αξιοσημείωτο βαθμό (κυρίως λόγω του μειούμενου ορίου της 3ης περιόδου και έπειτα), με την επιφύλαξη ωστόσο της επίδρασης της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης του 2008-09. Ήσσονος σημασίας αποτελεί και το έτερο σκέλος της στόχευσης του εργαλείου, αυτό της ενεργειακής μετάβασης, του οποίου η μέχρι τώρα αποτελεσματικότητα είναι εξαιρετικά περιορισμένη λόγω του δωρεάν διαμοιρασμού (για τον βιομηχανικό τομέα), του πλεονάσματος των (εξωτερικών) μονάδων και (συνεπακόλουθα) των μέχρι πρότινος σταθερά χαμηλών τιμών για τα δικαιώματα.
Abstract:The European Emission Trading System covers approximately 40% of the greenhouse gas emissions of 11.000 industrial and energy producing installations3 of 28 EU member states (up until the end of the 3rd phase), as well as Norway, Iceland, Lichtenstein and recently (2020) Switzerland, regarding energy, industrial production and aviation (concerning flights between airports in the European Economic Area). With the total value of the market increasing from €56 m. (2017) to €169 m. (2020) and the global corresponding to €194 m. ($215.1m.), the EU ETS is rendered as the largest (by coverage, value and volume) and oldest4 ETS in the world. The aforementioned become indicative, if viewed in parallel with the targets set out by the global political leadership in the context of the Paris Agreement (in effect from 2016) regarding holding global average temperature increase under 2℃ (with further targets aiming at under 1,5℃), the proliferation of ETSs across the world, which are viewed as cost-effective economic instruments regarding the internalization of negative (environmental) externalities (according to neo-classical economic theory), but also from a legal standpoint, as a clear manifestation of means according to purpose (assuming the existence of an emissions cap). However, both the environmental and socio-economic effectiveness of the systems (with common/central case study that of EU ETS) is, according to economic, political and legal literature, inconclusive, and often contested. In light of that, it was deemed appropriate that of the use of an interdisciplinary approach towards the evaluation of the cumulative environmental benefits (emissions reduction or/and energy transition) in function with economic efficiency, on the basis of equity and social welfare. Additionally, special emphasis has been placed on the political landscape in which the system has been called upon to operate, due to the fact that although it is ultimately a tool of governance, it nevertheless reflects and is influenced by politics, vested interests and, as a consequence, limitations. Finally, and in light of a European Green New Deal, it is studied to what extend the tool is (politically) sustainable and consequently, if it fits the purpose of a “cornerstone" in the European environmental strategy. The methodology which was followed was that of primary research in fundamental regulatory texts, cases (ECJ), directives and reports of the EU, the interdisciplinary literature review (in accordance with the aforementioned context), as well as the empirical-quantitative and qualitative analysis of the legal, economic and political data, through a deductive reasoning, respecting the constraints regarding the scope/length of the dissertation. The results of the research outline an evolving (semi) neoclassical economic tool of increasing state intervention with clear political inputs and implications, which, even though is based on the «the polluter pays» principle and by extension on the internalization of negative (environmental) externalities, nevertheless it does not satisfy, fully and/or consistently, it’s key conditions and aims. In terms of the targets themselves, the reduction of emissions seems to be achieved to a considerable extent (mainly due to the annual linear redaction of the emissions cap from the 3rd period onwards), but also substituted by the effects and aftermath of the global economic recession of 2008-09. Of equal value, the partner target of the system, that of energy transition corresponds with minimal success, generally due to the free allocation (industrial sector), the surplus of allowances (offsets) and consequently due to the, until recently, constant low prices of the allowances.
Περιγραφή:Βιβλιογραφία: σ. 81-92
 
 
Archives to this Item
Archive Type
12PMS_PanoriadisMi_1219M058.pdf application/pdf
 
FedoraCommons OAI Library - Information Services, Panteion University