Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:
Η δεκαετία του ’90 σφραγίζεται από την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και τη λήξη του λεγόμενου «Ψυχρού Πολέμου». Η υποχώρηση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» θα επιφέρει σοβαρές αναταράξεις στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στην περιοχή των Βαλκανίων. Ο θάνατος του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο θα λειτουργήσει καταλυτικά στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, με αποτέλεσμα μια νέα εμπόλεμη περίοδος να εκκινεί εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από τα ελληνικά σύνορα. Σέρβοι, Σλοβένοι, Κροάτες και Βόσνιοι μουσουλμάνοι πολεμούν μεταξύ τους με στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητων εθνών κρατών. Η εμπλοκή της Δύσης και των νέων αναδυόμενων περιφερειακών δυνάμεων είναι δεδομένη και κάθε πλευρά επιχειρεί να προασπίσει τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Τελευταίο στιγμιότυπο του δεκαετούς αιματοκυλίσματος θα αποτελέσει το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου. Το Κόσοβο, μια περιοχή που χαρακτηρίζεται διαχρονικά από την πολυεθνική πληθυσμιακή της σύνθεση, γίνεται σημείο διαμάχης ανάμεσα στους Σέρβους, οι οποίοι το διεκδικούν ως επαρχία της Σερβικής Δημοκρατίας, και τους Αλβανούς Κοσσοβάρους, οι οποίοι ζητούν την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του συγκεκριμένου εδάφους ως ξεχωριστής κρατικής οντότητας. Η διαμάχη θα λάβει σύντομα βίαια χαρακτηριστικά ιδίως μετά τη δημιουργία της αλβανικής οργάνωσης UCK, η οποία θα προωθήσει τον ένοπλο αγώνα για την επίτευξη της ανεξαρτησίας. Η ένοπλη σύρραξη μεταξύ Σέρβων κι Αλβανών Κοσσοβάρων ξεκινά και η εμπλοκή ξένων δυνάμεων δεν θα αργήσει να έρθει. ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ θα επέμβουν διπλωματικά, σε ένα επίπεδο εξυπηρέτησης των δικών τους βλέψεων για το μέλλον της περιοχής. Η λύση δεν έρχεται και η στρατιωτική παρέμβαση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Συμμάχους της εναντίον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας είναι γεγονός, με σημείο εκκίνησης την 24η Μαρτίου του 1999. Μια νέα περίοδος θανάτου επανέρχεται, με χιλιάδες Αλβανούς και Σέρβους αμάχους να χάνουν τη ζωή τους, να βασανίζονται, να εκτοπίζονται από τα σπίτια τους και να γίνονται θύματα τρομοκράτησης των αντιμαχόμενων πλευρών. Το ελληνικό κράτος από την πρώτη στιγμή, όπως και σε όλη την προηγούμενη δεκαετία, θα πάρει μέρος στον πόλεμο με μία στρατηγική «διττής φύσεως» προς εξυπηρέτηση των δικών του εθνικών συμφερόντων. Από την μία, θα συμμετάσχει στην στρατιωτική επέμβαση, όντας μέλος της νατοϊκής συμμαχίας, παραχωρώντας στρατιωτικές βάσεις, λιμάνια και υπηρεσίες του ελληνικού στρατού για την εξυπηρέτηση των νατοϊκών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Από την άλλη, θα συνδράμει σημαντικά τις προσπάθειες της σερβικής πλευράς με διάφορα μέσα στο όνομα της λεγόμενης «Ελληνοσερβικής Φιλίας». Υπό το πλαίσιο αυτής, ένα μεγάλο αντινατοϊκό κι αντιδυτικό κίνημα θα ξεσπάσει στο εσωτερικό της χώρας και θα λάβει διάφορες μορφές. Συναυλίες, διαδηλώσεις, σαμποτάζ, αποστρατείες Ελλήνων στρατιωτικών από τις νατοϊκές επιχειρήσεις μέχρι κι ένοπλες επιθέσεις σε «δυτικούς» στόχους αποτελούν μερικά από τα κομμάτια που συνέθεταν το «κάδρο» των κινητοποιήσεων, το οποίο όχι μόνο ερχόταν σε σύμπλευση, αλλά κι ενίσχυε με τον τρόπο του την ελληνική εξωτερική πολιτική της περιόδου εκείνης. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο πρόεδρος της ΑΕΚ Δημήτρης Μελισανίδης θα πάρει την πρωτοβουλία της διοργάνωσης ενός φιλικού αγώνα «ειρήνης» με την ομάδα της Παρτιζάν εντός του εμπόλεμου Βελιγραδίου, για να εκπέμψει διεθνώς το αίτημα περί τερματισμού του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας από τις δυτικές δυνάμεις. Στις 6 Απριλίου, η ελληνική ομάδα με την συνοδεία πολιτικών, καλλιτεχνών, βετεράνων αθλητών, δημοσιογράφων κι αποστράτων των μυστικών υπηρεσιών θα ξεκινήσει το περίφημο ταξίδι της για την σερβική πρωτεύουσα. Στην παρούσα εργασία εξετάζονται λεπτομερώς η διοργάνωση του συγκεκριμένου φιλικού, τα κίνητρα των πρωταγωνιστών του, τα τεκταινόμενα που έλαβαν μέρος, τα μηνύματα που εξέπεμψε, ο χαρακτήρας που αποδόθηκε σε αυτόν καθώς κι ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη. Μέσα από διάφορα επιχειρήματα που αφορούν κυρίως την επεξεργασία των συμβαινόντων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την φιλική αναμέτρηση, αλλά και των προφίλ και των βιογραφικών των διοργανωτών και των συμμετεχόντων που επιστρατεύτηκαν για την υλοποίηση αυτής, επιχειρείται να απαντηθεί το ερώτημα εάν το συγκεκριμένο ποδοσφαιρικό παιχνίδι πράγματι σκόπευε να προβάλει μηνύματα αδελφοσύνης και ειρήνης μεταξύ των λαών με αντιπολεμικά κι αντιμιλιταριστικά χαρακτηριστικά, όπως μνημονεύεται μέχρι και σήμερα, ή εάν, αντιθέτως, έκανε λόγο για μια επιλεκτική και «στρατηγική» ειρήνη προς εξυπηρέτηση της ελληνικής και της σερβικής διπλωματίας, με γνώμονα το δεύτερο σκέλος της «διττής φύσεως» στρατηγικής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Abstract:
The 1990s were marked by the collapse of the Soviet bloc and the end of the so-called "Cold War." The retreat of "existing socialism" caused significant upheavals in Eastern Europe, especially in the Balkans. The death of Josip Broz Tito was a catalyst for the dissolution of Yugoslavia, resulting in a new period of warfare within European territory, just a few kilometers from the Greek border. Serbs, Slovenes, Croats, and Bosnian Muslims fought each other with the goal of creating independent nation-states. Western involvement and the actions of emerging regional powers were inevitable, with each side trying to protect its own national interests. The Kosovo issue would become the final chapter of the decade-long bloodshed. Kosovo, an area historically characterized by its multiethnic population, became a point of contention between the Serbs, who claimed it as a province of the Serbian Republic, and the Kosovar Albanians, who sought recognition of its independence as a separate state entity. The conflict soon took on violent characteristics, especially after the creation of the Albanian organization UCK, which promoted armed struggle to achieve independence. Armed conflict between Serbs and Kosovar Albanians began, and the involvement of foreign powers was not long in coming. NATO, the European Union, and international organizations like the UN intervened diplomatically, aiming to serve their own visions for the region's future. The situation remained unresolved, leading to military intervention by the United States and its allies against the Federal Republic of Yugoslavia, starting on March 24, 1999. A new period of death ensued, with thousands of Albanian and Serbian civilians losing their lives, being tortured, displaced from their homes, and becoming victims of terror by the warring sides. From the outset, as throughout the previous decade, the Greek state took part in the war with a "dual-natured" strategy to serve its own national interests. On the one hand, Greece participated in the military intervention as a NATO member, providing military bases, ports, and services of the Greek army for NATO operations. On the other hand, it significantly supported the Serbian side's efforts in the name of the so-called "Greek-Serbian Friendship." Within this framework, a large anti-NATO and anti-Western movement erupted in the country, taking various forms. Concerts, demonstrations, sabotage, resignations of Greek military personnel from NATO operations, and even armed attacks on "Western" targets were some of the elements composing the "canvas" of the mobilizations, which not only aligned with but also reinforced Greek foreign policy at the time. In this climate, AEK president Dimitris Melissanidis took the initiative to organize a "peace" friendly match with Partizan in war-torn Belgrade, to internationally broadcast the demand for an end to the bombing of Yugoslavia by Western forces. On April 6, the Greek team, accompanied by politicians, artists, veteran athletes, journalists, and retired intelligence officers, embarked on the famous journey to the Serbian capital. This work examines in detail the organization of this friendly match, the motives of its protagonists, the events that took place, the messages it conveyed, the character attributed to it, and how it was imprinted in collective memory. Through various arguments concerning the developments before, during, and after the friendly match, as well as the profiles and biographies of the organizers and participants recruited for its implementation, the aim is to answer whether this football match genuinely aimed to promote messages of brotherhood and peace between peoples with anti-war and anti-militarist characteristics, as it is still remembered today, or whether it was, conversely, about a selective and "strategic" peace serving Greek and Serbian diplomacy, based on the second aspect of the "dual-natured" strategy of Greek foreign policy.
Περιγραφή:
Διπλωματική εργασία - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, ΠΜΣ, κατεύθυνση Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, 2024