Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:
Στο πλαίσιο της θεραπευτικής δικαιοσύνης, ως εναλλακτικής μορφής απονομής της δικαιοσύνης, στην παρούσα έρευνα μελετάται ο ρόλος του ψυχολόγου στην πρόληψη της παραβατικότητας. Όπως προκύπτει από τις συνεντεύξεις με επαγγελματίες ψυχολόγους, οι άνθρωποι πράγματι εκμυστηρεύονται στον ειδικό παραβατικές πράξεις που διέπραξαν ή σκέφτονται να διαπράξουν. Η προσωπικότητα του ειδικού και η ποιότητα της θεραπευτικής σχέσης αναδεικνύονται ισχυροί παράγοντες σε αυτή τη διαδικασία και σίγουρα ισχυρότεροι από το αν ο ειδικός έχει την ιδιότητα του ψυχολόγου ή του ψυχιάτρου. Αναφέρονται πολλές παραβατικές δραστηριότητες με συχνότερες την ενδοοικογενειακή βία, τη χρήση ουσιών, τα οικονομικά αδικήματα και τις απόπειρες αυτοκτονίας. Επιπλέον, η εκμυστήρευση φαίνεται να έχει πράγματι εγκληματοπροληπτική δράση κυρίως όσον αφορά ήπιες παραβατικές δραστηριότητες εξεταζόμενες σε ατομικό επίπεδο. Ο κύριος τρόπος δράσης είναι η αναζήτηση των κινήτρων της παραβατικότητας αλλά επηρεάζεται από διάφορες παραμέτρους όπως η θεραπευτική προσέγγιση του ειδικού. Σημαντικός παράγοντας εδώ αναδεικνύεται η άρση του θεραπευτικού απορρήτου αποκλειστικά για τις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται επικινδυνότητα του πελάτη για τον εαυτό του ή κάποιον τρίτο.
Abstract:
In the framework of therapeutic justice, as an alternative method of the deliverance of justice, the present research studies the role of the psychologist in the prevention of transgressions. As shown in the interviews with professional psychologists, people confide in the specialist transgressive acts that they have committed, or are thinking about committing. The specialist's personality and the quality of the therapeutic relationship prove to be important factors in this process and far more important than if the specialist has the identity of a psychologist or psychiatrist. There are many transgressive activities that are mentioned, with the most common being domestic violence, substance abuse, financial crimes and suicide attempts. Furthermore, this revealment seems to truly have a criminally preventive result, especially concerning mildly transgressive activities studied at an individual level. The main method of action is the search for motives behind the transgressions, but this is affected by many parameters such as the therapeutic approach of the specialist. An important factor here proves to be the lifting of therapeutic confidentiality, exclusively for the cases where it is established that there is a risk of the client hurting himself or a third party.
Περιγραφή:
Διπλωματική εργασία - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Κοινωνιολογίας, ΠΜΣ “Η Σύγχρονη Εγκληματικότητα και η Αντιμετώπισή της”, 2009