Τα όρια εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού στο πεδίο της διανοητικής ιδιοκτησίας : ο κανόνας της «παροχής βασικών διευκολύνσεων» στον τομέα της τεχνολογίας της πληροφορίας
Τίτλος:
The limits of the application of the European competition law in the field of intellectual property law : the essential facilities doctrine within the information technology sector
Κύρια Υπευθυνότητα:
Νούσια, Αλεξάνδρα Π.
Επιβλέπων:
Θεοδωροπούλου-Δένδια, Βιργινία
Θέματα:
Διανοητική ιδιοκτησία Δίκαιο -- Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Χώρες της Intellectual property Law -- European Economic Community countries
Keywords:
Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ανταγωνισμού, Δίκαιο Διανοητικής Ιδιοκτησίας, Καινοτομία, Προστασία Καταναλωτή, Καταχρηστική Εκμετάλλευση Δεσπόζουσας Θέσης, Άρνηση Συναλλαγής, Τομέας Τεχνολογίας της Πληροφορίας, Λογισμικό, Πληροφορίες Διεπαφής, Άρνηση Πρόσβασης σε Λογισμικό, Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, Υποχρέωση Παροχής Πρόσβασης σε προστατευόμενα με δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας de facto πρότυπα European Competition Law, Intellectual Property Law, Innovation, Consumer Protection, Abuse of Dominant Position, Refusal to license, Information Technology Sector, Software, Interface Information, Refusal to license interface information, European Union Case Law, Duty to license the protected with intellectual property rights de facto standards
Ημερομηνία Έκδοσης:
2013
Εκδότης:
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:
Η παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζει τους χειρισμούς και τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας και ανταγωνισμού, κυρίως στα πλαίσια αποφάσεων της Επιτροπής και του ΔΕΕ. Η φύση της πνευματικής ιδιοκτησίας συνεπάγεται τη δημιουργία ενός de iure μονοπωλίου. Από την άλλη μεριά, η δημιουργία, ύπαρξη ή διατήρηση ενός περιβάλλοντος ελεύθερου ανταγωνισμού που θα προσέφερε τα απαραίτητα κίνητρα για οικονομική δραστηριότητα στις ανταγωνίστριες εταιρίες είναι θεμελιώδης προϋπόθεση οικονομικής αποτελεσματικότητας (efficiency) και ενοποίησης της αγοράς. Είναι λοιπόν εγγενής η αντίφαση μεταξύ των αποκλειστικών δικαιωμάτων που καθιερώνει η πνευματική ιδιοκτησία και της ελεύθερης αγοράς ή της ελεύθερης πρόσβασης που κυριαρχεί στις συναλλαγές. Απαραίτητη κατά συνέπεια κρίνεται η τελεολογική οριοθέτηση ανάμεσα στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και στην ελεύθερη αγορά. Ο γενικός κανόνας στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας δεν υποχρεούται να χορηγήσει άδεια για την χρήση του εν λόγω δικαιώματος σε άλλους ανταγωνιστές ή μη. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας υφίστανται κάποιους περιορισμούς λόγω της επικράτησης συγκρουόμενων συμφερόντων. Η διασύνδεση του δικαίου του ανταγωνισμού και των νόμων περί πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι απλή υπόθεση, ωστόσο η παρούσα ανάλυση στοχεύει στην εξεύρεση της σωστής ισορροπίας μεταξύ της διατήρησης του ανταγωνισμού και τη δημιουργία κινήτρων για καινοτομία. Η παρούσα εργασία χωρίζεται σε δύο βασικά μέρη. Στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους εξετάζονται οι βασικές αρχές του δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας και του ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η μεταξύ τους σχέση και τα συμφέροντα που εξυπηρετούν στην Ενιαία Αγορά, ενώ παράλληλα εξετάζονται και οι σχετικές διατάξεις της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου μέρους έχει ως αντικείμενο την οριοθέτηση της έννοιας της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης από επιχείρηση δικαιούχο δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας. Αναλύονται οι επιμέρους προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και ακολουθεί μία αναφορά στην εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει σχετικά με την ανάγκη εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας και που θα μας απασχολήσει στα πλαίσια της παρούσας, είναι το με ποια ακριβώς κριτήρια η άσκηση ενός δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας από μια επιχείρηση – φορέα δεσπόζουσας θέσης μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική και, επομένως, εμπίπτουσα στις προβλέψεις του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Η αναζήτηση των εν λόγω κριτηρίων έχει μεγάλη σημασία ενόψει του γεγονότος ότι κάθε μορφή άσκησης ενός δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας δε συνιστά από μόνη της ipso iure καταχρηστική συμπεριφορά εμπίπτουσα στο άρθρο 102 ΣΛΛΕ. Περιπτώσεις όπου η άσκηση ενός δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά και μπορεί να υπαχθεί στην περιπτωσιολογία των πρακτικών που απαγορεύει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, μελετώνται στο δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας, στο οποίο εξετάζεται κυρίως η περίπτωση της άρνησης συναλλαγής και υπό ποιες προϋποθέσεις αυτή συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Η άρνηση παροχής πρόσβασης δεν είναι per se παράνομη. Ο χαρακτηρισμός της ως ειδικής περίπτωσης κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης (υπό την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ) προϋποθέτει την ύπαρξη ορισμένων εξαιρετικών συνθηκών, οι οποίες θα εξετασθούν στην ενότητα αυτή. Εν συνεχεία επιχειρείται η διερεύνηση της θεωρίας των αναγκαίων διευκολύνσεων (essential facilities) και εξετάζονται κάποιες από τις βασικότερες αποφάσεις του ΔΕΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες έθεσαν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της συγκεκριμένης θεωρίας. Στα πλαίσια της ευρωπαϊκής αντιμονοπωλιακής πολιτικής εντοπίζουμε την ύπαρξη της θεωρίας των αναγκαίων διευκολύνσεων, σύμφωνα με την οποία «μία επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση ως προς την παροχή διευκολύνσεων που είναι ουσιώδεις για την προμήθεια αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών σε άλλη αγορά καταχράται της δεσπόζουσας θέσεώς της αρνούμενη, χωρίς αντικειμενική αιτιολογία, την πρόσβαση στις εν λόγω διευκολύνσεις. Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μία επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση δεν υποχρεούται μόνο να απέχει από οποιαδήποτε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, αλλά πρέπει ακόμη να προωθεί ενεργώς τον ανταγωνισμό παρέχοντας στους ενδεχόμενους ανταγωνιστές την πρόσβαση στις διευκολύνσεις που αυτή έχει αναπτύξει» . Βάσει της εν λόγω θεωρίας απαγορεύεται στη δεσπόζουσα εταιρία να στερήσει ή να εξαρτήσει από υπερβολικά επαχθείς όρους την πρόσβαση στην υποδομή της για να διασφαλίσει την κατάληψη της συναφούς αγοράς με αποκλεισμό των ανταγωνιστών της ή να προβεί σε αρνητική διάκριση εις βάρος εταιριών που λειτουργούν στην παράγωγη αγορά ακόμη κι αν δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση σε αυτή. Στο δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας και ειδικότερα στο πρώτο κεφάλαιο αυτού, προσεγγίζεται το ζήτημα των συμβάσεων παροχής λογισμικού. Ένας ιδιαίτερος τομέας της άρνησης παροχής πρόσβασης, αφορά στις «πληροφορίες διεπαφής» στον τομέα της τεχνολογίας της πληροφορίας. Ως τέτοιες χαρακτηρίζονται οι πληροφορίες που οι πάροχοι λογισμικού χρειάζονται για να δημιουργήσουν προϊόντα που να λειτουργούν με άλλα προγράμματα και συστήματα. Αυτές οι πληροφορίες πολλές φορές προστατεύονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Σε μία πρόσφατη υπόθεση, η εταιρεία Microsoft αρνήθηκε να παράσχει σε τρίτο ανταγωνιστή αλλά και σε άλλους παροχείς λειτουργικών συστημάτων για προσωπικούς υπολογιστές πελάτη, επαρκείς πληροφορίες διεπαφής που θα επέτρεπαν την δημιουργία λειτουργικών συστημάτων. Όπως θα διαπιστώσουμε στο οικείο κεφάλαιο, η Microsoft θεωρήθηκε ότι προέβη σε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της, παραβιάζοντας το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, με την άρνησή της να παράσχει τις πληροφορίες διεπαφής. Η υπόθεση αυτή είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, επειδή επιχειρεί να χαράξει τα όρια στη σχέση μεταξύ της ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, εφαρμόζοντας τον κανόνα των βασικών διευκολύνσεων στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας. Έτσι στο δεύτερο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους της εργασίας λαμβάνει χώρα μία αναλυτική αναφορά στην υπόθεση της Microsoft που απασχόλησε τόσο την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο και τα δικαστήρια των ΗΠΑ. Η αναμφισβήτητη δεσπόζουσα θέση που κατέχει η Microsoft στην παραγωγή και διανομή λογισμικού την οδηγεί συχνά σε καταχρηστική χρήση της. Μελετώνται λοιπόν, οι εξαιρετικές περιστάσεις, υπό τις οποίες η άσκηση του αποκλειστικού δικαιώματος από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και η άρνηση χορήγησης άδειας, μπορεί να χαρακτηριστεί καταχρηστική και να επιτραπεί, ως εκ τούτου, η επιβολή στον εν λόγω κάτοχο υποχρεώσεως χορηγήσεως άδειας στους τρίτους που επιδιώκουν να εισέλθουν στην εν λόγω αγορά ή να διατηρηθούν σε αυτή, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος διατηρήσεως ουσιαστικού ανταγωνισμού στην αγορά. Τέλος, αναλύεται πώς το δίκαιο του ανταγωνισμού συμφιλιώνεται με αυτό της διανοητικής ιδιοκτησίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ο βαθμός στον οποίο η συμφιλίωση αυτή είναι απαραίτητη για τη σωστή, αποτελεσματική και γόνιμη λειτουργία της Ενιαίας Αγοράς.
Abstract:
This Thesis goes through the relationship between the Antitrust Law and Intellectual Property (IP) Law which has perplexed antitrust scholars and practitioners for a long time. Intellectual property and antitrust regimes both seek to advance the economic well-being of society. However, whereas the IP laws are designed to create exclusive rights – rights that sometimes rise to the level of monopolies – in order to encourage innovation and creativity, Antitrust Law is designed to foster competition and to prevent the formation of monopolies. Finding the right balance between maintaining competition and creating incentives to innovate is no easy task. The general rule in European Union law is that a holder of an intellectual property right is not obliged to license the use of that right to others. However, situations exist where intellectual property rights suffer some limitations because of the prevalence of other conflicting interests. This thesis tries to find the coherent points from decisions made in EU’s case law. It can be asked whether the competition law takes away what intellectual property laws are providing. The essential facilities doctrine was first developed in cases where a dominant firm refused to supply a physical facility to other firms. In more recent cases, however, the European Court have also held a dominant firm's refusal to license intellectual property (IP) rights as infringing Article 102. One particular area of refusal to license concerns “interface information” within the information technology sector. Interface information is such information that providers of software need in order to create products which can operate with other programs and systems. This information is many times either protected by IP rights, such as patent or copyright, or kept as a non-patented know-how and thus only protected by its secret nature. In a recent judgment of the European Court of First Instance Microsoft was held to infringe Article 102 by refusing to license secret interface information. This case is highly interesting because it may clarify the relation between European competition law and IP rights in essential facilities cases. The first chapter of the first part of this paper introduces us to European Union Competition Law Intellectual property Law trying to explain the relationship and interface between these two different fields of Law. In the second chapter of the first part of this paper the thesis will scrutiny the abuse of dominant market position under the Article 102 (TFEU). The substantial parts of the Article 102 are the concept of dominant market position as well as the concept of abuse. The thesis surveys the intellectual property rights and the abuse of dominant position in some extent to help the reader to understand the factors behind the duty to license. The first chapter of the second part will examine whether or not the essential facilities doctrine is applicable on IP law, and if there are any reasons for IP rights to be treated differently in such a situation. The essential facility doctrine is developed under case law concerning the refusal to supply in a dominant position, and this doctrine will be discussed to the large extent in this chapter. Under the same chapter, the important European case law around the subject will be presented. The European Union case law is stressed in this thesis as the duty to deal has been developed in case law. Finally, in the last chapter of the paper, we examine the contracts of software supply and the practice of tying and bundling, through some cases of the European Court of Justice and the European Commission which concern Microsoft’s abuse of its dominant market position. One particular area of refusal to license concerns “interface information” within the information technology sector. In a recent judgment of the European Court of First Instance Microsoft was held to infringe Article 102 by refusing to license secret interface information. This case is highly interesting because it may clarify the relation between European competition law and IP rights in essential facilities cases. The legal source material used in this thesis reflects the definition of the scope of this thesis. Therefore the majority of source material concentrates on EU regulation and relevant case law as well as to the legal literature around the subject.
Περιγραφή:
Διπλωματική εργασία - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Γενικό Τμήμα Δικαίου, ΠΜΣ "Δίκαιο και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση", κατεύθυνση Ιδιωτικό Δίκαιο, 2013