Εργοδοτικές οργανώσεις: η πολιτική των εθνικών εργοδοτικών οργανώσεων στην Ελλάδα για τις εργασιακές σχέσεις κατά την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων
Τίτλος:
Employers' organisations: the policy of Greek national employers' organisations on industrial relations during the period of crisis and memoranda
Κύρια Υπευθυνότητα:
Κατσαντώνης, Βασίλης Κ.
Επιβλέπων:
Κουζής, Γιάννης
Θέματα:
Εργοδοτικές ενώσεις -- Ελλάδα -- Ιστορία -- 21ος αιώνας Εργασιακές σχέσεις -- Ελλάδα -- Ιστορία -- 21ος αιώνας Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση, 2008-2009 Employers' associations -- Greece -- History -- 21st century Industrial relations -- Greece -- History -- 21st century Global Financial Crisis, 2008-2009
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:
Η Ελλάδα στην αρχή της τρίτης δεκαετίας του 2000 είναι μία χώρα που έχει βιώσει πρωτόγνωρη οικονομική και κοινωνική κρίση, τόσο για την ίδια την ιστορία της, όσο και συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες δημοκρατικού πολιτεύματος στη σύγχρονη ιστορία. Η παγκόσμια οικονομική κρίση το 2009 αποτέλεσε αφορμή η οποία προκάλεσε μία σειρά αρνητικών γεγονότων και δυσμενών εξελίξεων που είχαν ως αποτέλεσμα την γνωστή περίοδο της κρίσης και των μνημονίων. Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας ως μέλους της Ε.Ε. αλλά και της ΟΝΕ, η Ελλάδα «αναγκάστηκε να εισχωρήσει» σε μία σειρά συμφωνιών που περιείχαν μέτρα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής προκειμένου να αποφευχθεί η δημοσιονομική κατάρρευση και οι επιπτώσεις της, καθώς και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Τα μέτρα αυτά αφορούσαν μεταξύ άλλων την (ανα)ρύθμιση του εργατικού δικαίου με άξονα την ευελιξία των επιχειρήσεων (αριθμητική, λειτουργική και ποσοτική) και την ενίσχυση σε γενικές γραμμές των εργοδοτικών συμφερόντων σε όλες τις εκφάνσεις τους στα πλαίσια τόσο της ατομικής εργασιακής σχέσης όσο και της συλλογικής ρύθμισης της αγοράς εργασίας. Τα αποτελέσματα σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο είναι γνωστά και εξετάζονται στο Β’ Μέρος της παρούσας σε σχέση και με τον ρόλο των κορυφαίων ελληνικών εργοδοτικών οργανώσεων. Μία πρώτη προσέγγιση ανάγνωσης ενός ιστορικού του μέλλοντος θα μπορούσε να είναι ότι η περίοδος της κρίσης και των μνημονίων επέφεραν την υπερπλήρη ικανοποίηση όλων των εργοδοτικών αιτημάτων, τα οποία εκφέρονταν τουλάχιστον στον δημόσιο λόγο. Οι εργοδοτικές οργανώσεις θα έπρεπε να αισθανόντουσαν ικανοποίηση για το γεγονός ότι αν και μία βαριά και μακροχρόνια κρίση χτύπησε τα μέλη τους, τουλάχιστον σε επίπεδο ισορροπίας με τις δυνάμεις της εργασίας έχουν ενισχυθεί εντυπωσιακά. Μία δεύτερη όμως ανάγνωση και εμβάθυνση, θα αναδείκνυε ότι οι ίδιες δεν ήταν οι πρωταγωνίστριες των εξελίξεων ούτε άμεσα, διότι δεν πέτυχαν την ενίσχυση των συμφερόντων τους μέσω της κυριαρχίας τους στον κοινωνικό διάλογο, ούτε έμμεσα μέσω άσκησης αποτελεσματικής επιρροής στο κράτος το οποίο έχει σχεδόν το αποκλειστικό προνόμιο της νομοθέτησης. Πάραυτα, το γεγονός ότι υπήρξε τελικά ενίσχυση των εργοδοτικών συμφερόντων δεν ήταν από μόνο του ικανό να δημιουργήσει τις συνθήκες για την αποφυγή συγκρούσεων στο εσωτερικό αλλά και μεταξύ των ελληνικών εργοδοτικών οργανώσεων. Τα συμφέροντα τα οποία εκπροσωπούν, υπέστησαν σημαντικούς μετασχηματισμούς εξαιτίας της γενικής οικονομικής δυσπραγίας και της έλλειψης τραπεζικής χρηματοδότησης σε τέτοια έκταση, έτσι ώστε οι αντιθέσεις στις αγορές προϊόντων επισκίασαν την ανάγκη εργοδοτικής αλληλεγγύης στις εργασιακές σχέσεις. Πρόσθετα, οι εργοδότες δεν είχαν ούτε την αρχική πρωτοβουλία, ούτε αντέδρασαν αντιπαρατιθέμενοι με τις δυνάμεις της εργασίας επικρατώντας μίας σύγκρουσης με αποτέλεσμα την αλλαγή των ισορροπιών στις εργασιακές σχέσεις υπέρ τους. Ο Streeck (1987:283) όταν έγραφε ότι “If it is true that the crisis hands employers a new opportunity for initiative and strategic choice, it hands it to entrepreneurs, not the politicians of industrial relations. New developments in industrial relations, if there will be any, will start in the individual firm and not as collective political projects” δεν είχε φανταστεί την περίπτωση της Ελλάδας. Η κρίση στην Ελλάδα υπήρξε η αιτία για την επιβολή ενός τεράστιου εξωγενούς πολιτικού σχεδίου για την πλήρη αναρρύθμιση των (συλλογικών) εργασιακών σχέσεων και τον μετασχηματισμό τους ώστε να υποστηρίξουν μία πλήρως ευέλικτη αγοράς εργασίας. Επιβλήθηκαν μνημονιακές υποχρεώσεις από το γνωστό σχήμα της Τρόικας με υπέρτατο κριτήριο διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα ενίσχυαν την εθνική ανταγωνιστικότητα στα πλαίσια των ωμών προσταγμάτων μίας νεοφιλελεύθερης έκφανσης της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή, εφαρμόστηκε ακριβώς το αντίθετο σε σχέση με αυτό το οποίο προσπαθούσε να επιτύχει η ΕΣΑ (Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση) στα πλαίσια του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου τόσο α) σε επίπεδο διαδικασιών (κοινωνικός διάλογος, ευρύτερες δυνατές συναινέσεις, πολιτικές που προκύπτουν από διαβουλευτικές διαδικασίες κλπ) όσο και β) σε επίπεδο περιεχομένου των πολιτικών (προστασία ευπαθών κοινωνικών ομάδων, αξιοπρεπείς συνθήκες οικονομικής διαβίωσης, προστασία της εργασίας, ποιοτικές και περισσότερες δουλειές, προστασία και ενίσχυση συλλογικών διαπραγματεύσεων-συμβάσεων κλπ.) Εκ των εξελίξεων, επιδείχθηκε αδιαφορία από την Τρόικα και τις ελληνικές κυβερνήσεις για τους θεσμούς των κοινωνικών εταίρων και υιοθετήθηκαν αβίαστα πολιτικές και μέτρα με τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο σε όλους τους δρώντες και υποκείμενα της οικονομίας (επιχειρήσεις, εργαζόμενοι, καταναλωτές, συνταξιούχοι, άνεργοι). Πολιτικές και μέτρα που αφενός συγκρούονται με τη φιλοσοφία του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και κατήργησαν εργασιακά κεκτημένα με κοινωνικό αντίκτυπο στην αγορά εργασίας, αφετέρου, ελέγχονται για την αναποτελεσματικότητα και την ακαταλληλότητα τους. Ταυτόχρονα, όμως, οι εθνικοί κοινωνικοί εταίροι ελέγχονται για την ικανότητα-αποτελεσματικότητα τους να:- προβλέψουν και να αντιληφθούν έγκαιρα την κρίση- αποφασίσουν για τις αναγκαίες πολιτικές αποφυγής ή και αντιμετώπισης της κρίσης- πείσουν ευρύτερα για την ανάγκη εφαρμογής τους- επιτύχουν τις απαραίτητες εθνικές συναινέσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης- παράξουν ένα αποτελεσματικό και εφαρμόσιμο εθνικό σχέδιο «εγχώριας ιδιοκτησίας» για το μέλλον της εργασίας στην Ελλάδα. Στα ανωτέρω, προστίθεται ο ρόλος του κράτους που χρησιμοποίησε τον κοινωνικό διάλογο άλλοτε σαν Προκρούστης (πχ. διαβούλευση περιόδου μνημονίων, περιφροσύνη προς ΓΣΕΕ και ΣΕΒ την περίοδο της 2015-2019) και άλλοτε σαν Πιτυοκάμπτης (πχ. ορισμός ΣΒΒΕ ως εθνικού κοινωνικού εταίρου). Επαναχρησιμοποιώντας τον γνωστό παραλληλισμό του Γ. Μαυρογορδάτου για να περιγράψει τις επαγγελματικές οργανώσεις τις προηγούμενες δεκαετίες που τα κόμματα δρούσαν ως Πιτυοκάμπτης και το κράτος ως Προκρούστης στο εσωτερικό τους. Αν και το γεγονός ότι το κράτος πλέον δεν επεμβαίνει τυχοδιωκτικά στα εσωτερικά των οργανώσεων δεικνύει ένα επίπεδο υψηλότερης ωρίμανσης του εθνικού συστήματος βιομηχανικών-συλλογικών εργασιακών σχέσεων, οι επεμβάσεις στις ισορροπίες του εξωτερικού περιβάλλοντος των οργανώσεων ήταν δυστυχώς τόσο ωμές ώστε αυτοαναίρεσε την εμπιστοσύνη που τους είχε επιδείξει τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Η παρούσα ερευνητική προσπάθεια φιλοδοξεί να διαφωτίσει, συνδυάζοντας έρευνα γραφείου και έρευνα πεδίου, το ποιά ήταν η πολιτική των κύριων εθνικών εργοδοτικών οργανώσεων για τις εργασιακές σχέσεις την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων καθώς και να εκτιμήσει το αποτύπωμα της στρατηγικής τους, ή της έλλειψης της, στις εργασιακές σχέσεις και την πολιτική απασχόλησης. Πρόσθετα, αποπειράται να κωδικοποιήσει τις προτάσεις για το μέλλον της εργασίας των εν λόγω συμφερόντων του οργανωμένου κεφαλαίου που εκπροσωπούνται από τον ΣΕΒ, τη ΓΣΕΒΕΕ, την ΕΣΕΕ και τον ΣΕΤΕ, δηλαδή των εθνικών κοινωνικών εταίρων της περιόδου των μνημονίων.
Abstract:
Greece has been faced with a multidimensional crisis that started from a public debt crisis and spilled over a general economic, social and institutional one. As far as the social dialogue and the industrial relations system is concerned, the social partners were not able either to foresee or to respond to the crisis by providing to the state lenders with the necessary for the circumstances concession. An urgent concession to cut down on the national minimum wage was asked in 2012 by the caretaker Prime Minister. Employers and trade unionists came back with a proposal of 3 years freeze which although was a delicate agreement for the national context as known by then, it was obviously turned down as unacceptable for the prominence and the urgency of the specific time and context. That was the point it signaled the end of an era. Exactly when the state took back the privilege from the national peak social partners to bargain and agree on the NMW level. Some 30 years of social dialogue’s evolution and contribution into public economy and society belonged to the past and since then, 10 years after, this privilege has not been restored yet. The following thesis, focusing on one of the major industrial relations system actors, namely the employers’ associations, tries to explain why the industrial relations dimension of the crisis was underpinned by a collective inexpediency, grounded on a structural problem that turned the approaching crisis into an unavoidable curse. Then it describes how the national peak employers’ associations reacted differently to the new reality that was undermining their role in both levels of institutional acting and industrial relations representativeness. It also sheds light on the reasons the peak employers’ associations reacted differently to the situation and adopted distinct approaches against collective bargaining and their members representation of interests. Employers’ associations in Greece during the period crisis were faced with multiple challenges that had severe impact on their central functions and strategy. Due to the extended deregulation of industrial relations their bargaining role was limited and they lost the most important aspect of their central purpose in social dialogue which was the bargaining over the NMW level. At the same time, they were faced with more pressures from their members which were calling for opt out from sectoral agreements, a reality that could have a dual implication. On the one hand, a further downgrading of their roles as collective bargainers, in terms of sectoral regulation. On the other hand, especially for the associations of the small size firms, a gap between the long-term interests of their members which they were trying to pursue by achieving sectoral agreements and the short-terminist approach of the very same members, which wanted to take advantage of the opportunity of lower labour cost, a situation that could damage the viability of firms and sectors that were heavily depended on internal demand and consumption from the working population. These implications were initiated by the extensive intervention of the state that imposed a decentralised industrial relations system by overregulating unitarily with no prior consent from the social partners. In addition the state attempted to disturb the internal balances of the central social dialogue actors by trying and managing to impose new peer national level social partners in a period that social dialogue had been severely damaged and was out in the fringe. In the second relevant attempt, the claimed intention was a supposed need for the enhancement of industrial enterprises representation, a field that SEV was already undoubtedly covering more than adequately. Obviously, myopic political reasons existed behind. On the contrary to what happened, the trade unions representativeness should had been reinforced instead because major workers populations (in services sectors, freelancers, university students etc) and the unemployed which counted for up to 25% of the working force during the previous decade, are treated as outsiders to the bargaining system. These subgroups of workers and potential workers are the main stakeholders of the agenda on the future of work, for which the employers do not agree with each other anyway.
Περιγραφή:
Διατριβή (διδακτορική). Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής, 2022