Library SitePandemos Repository
Pandemos Record
 

Προβολή στοιχείων εγγραφής

Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης  

Μεταπτυχιακές εργασίες  

 
Τίτλος:Τα παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα στο ευρωπαϊκό δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου
Κύρια Υπευθυνότητα:Δραγουμανιώτη, Μαργαρίτα
Επιβλέπων:Κουτνατζής, Στυλιανός-Ιωάννης
Θέματα:
Ημερομηνία Έκδοσης:2012
Εκδότης:Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:Ο Έλληνας νομοθέτης θέλησε να κατοχυρώσει σε συνταγματικό επίπεδο με την αναθεώρηση του 2001 την κατ αρχήν απόλυτη απαγόρευση χρήσης των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων -διάταξη του άρθ. 19 παρ. 3 Σ-.Η κατοχύρωση στο κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος ενέχει κάποιο κίνδυνο αποτυχούς ερμηνείας και δικονομικής εφαρμογής της παραπάνω διάταξης, ο οποίος συνίσταται στην αποδοχή της απαγόρευσης αυτής ως απόλυτης. Συγκεκριμένα, όπως υπογράμμισε ο Άρειος Πάγος στην υπ αριθμόν 622/2003 απόφασή του, η υπεράσπιση υπέρτερων ανθρώπινων αγαθών από αυτά που προστατεύει η απαγόρευση του άρθ. 19 παρ .3 Σ., όπως ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής, πρέπει να εξαιρούνται της απαγόρευσης. Καμιά άλλη εξαίρεση, ούτε με διάταξη του ποινικού κώδικα, δε μπορεί να αναγνωριστεί στην απαγόρευση της συνταγματικής διάταξης, εκτός από αυτή που έχει σκοπό τη διασφάλιση έτερων συνταγματικά, επίσης, κατοχυρωμένων εννόμων αγαθών, που τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, υπερτερούν αυτών των εννόμων αγαθών (προστασία ιδιωτικής ζωής, απόρρητο επικοινωνίας και άσυλο κατοικίας) που προστατεύει η απαγόρευση. Στην απόφαση, μάλιστα, 1261/2009 ο Άρειος Πάγος υπερθεματίζει πως η χρήση παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου, εν προκειμένω προϊόντος βιντεοσκόπησης, είναι απαγορευμένη τόσο συνταγματικά όσο και στο κείμενο του ΚΠοινΔ στο άρθ. 177 παρ.2, και ορίζει πως επιτρέπεται η χρήση του ως αποδεικτικού υλικού μόνο σε περίπτωση κακουργήματος που η ισόβια κάθειρξη είναι η απειλούμενη ποινή ή στην περίπτωση που είναι το μόνο αναγκαίο και πρόσφορο μέσο για την απόδειξη αθωότητας κατηγορουμένου λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας του εγκλήματος και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, στη συνταγματική ρύθμιση που έχει υιοθετήσει η ελληνική πολιτεία, παρατηρεί κάνεις πως στη θεωρητική δογματική όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι η απαγόρευση της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων κατ’ ερμηνεία της διάταξης 19 παρ.3 Σ. δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί απόλυτα. Εξάλλου, μια απόλυτη απαγόρευση της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε σε παράλογα αξιακά αποτελέσματα και θα κλόνιζε τη δικαιϊκή αξιακή κλίμακα. 9494 ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009, Παράνομα Αποδεικτικά μέσα, Ποινική Δικαιοσύνη, 11-12/2010, σ. 1302. Σε διεθνές επίπεδο καθοριστικό ρόλο προστασίας του ανθρώπινου δικαιώματος του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής ως αγαθού που προσβάλλεται κυρίως κατά την απόκτηση αποδεικτικών μέσων με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας, διαδραματίζει το ΕΔΔΑ. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου στην υπόθεση S και Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 4.12.2008, αφού διαπίστωσε τον «ταχύ ρυθμό των εξελίξεων στον τομέα της γενετικής και της πληροφορικής με αποτέλεσμα να μη μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός πως στο μέλλον η προσωπική ζωή και οι γενετικές πληροφορίες μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά με νέους τρόπους ή με τρόπο που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια σήμερα» εξέδωσε μια προειδοποίηση προς τα διαρκώς τεχνολογικά αναπτυσσόμενα κράτη, τονίζοντας πως η αφομοίωση των νέων τεχνολογιών στην ποινική δικαιοδοτική σφαίρα δεν πρέπει να οδηγήσει στην απαράδεκτη αποδυνάμωση της διάταξης του άρθ. 8 ΕΣΔΑ που προστατεύει την ιδιωτική ζωή.Σημαντική της υπό εξέτασης θεματικής είναι η απόφαση του ΕΔΔΑ της 2.8.1984 όπου απεφάνθη για την υπόθεση Malone κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Το Δικαστήριο δέχτηκε στην υπόθεση του Malone διπλή παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ τόσο ως προς την υποκλοπή των τηλεφωνικών του συνομιλιών όσο και ως προς την παράδοση των στοιχείων του μετρητή στην αστυνομία, παρά το γεγονός πως η παρακολούθησή του γινόταν κατόπιν εντάλματος υπογραφέντος από τον αρμόδιο Υπουργό σύμφωνα με τη βρετανική νομοθεσία. Με την απόφασή του αυτή το ΕΔΔΑ υπογράμμισε την εξέταση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της εσωτερικής νομοθεσίας των συμβαλλομένων χωρών που ρυθμίζουν τις παρεμβάσεις στα ατομικά δικαιώματα, και σταθμίζοντας, εν προκειμένω, την αντεγκληματική πολιτική και το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων, εκτίμησε την υπεροχή των δεύτερων αφού έκρινε ασαφή και αβέβαια τα όρια δράσης των βρετανικών αρχών αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο καταχρηστικής άσκησης της εξουσίας τους. Στη συνέχεια, δύο αποφάσεις κατά της Γαλλίας οι οποίες δημοσιεύτηκαν την ίδια μέρα, ήτοι στις 24.4.1990, Huvig κατά Γαλλίας και Kruslin κατά Γαλλίας, είναι πιλοτικές για τη νομολογιακή προσέγγιση του ΕΔΔΑ ως προς τα παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα. Το ΕΔΔΑ δέχτηκε παραβίαση από τη Γαλλία του άρθ. 8 ΕΣΔΑ καθώς κρίθηκε πως η γαλλική νομοθεσία για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις δεν εγγυάται τον ελάχιστο σεβασμό του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής δημιουργώντας ανασφάλεια δικαίου. Ειδικότερα, όμως, στις αποφάσεις αυτές δόθηκε συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση της προϋπόθεσης πρόβλεψης από το νόμο που θέτει η διάταξη του άρθ. 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ για την επέμβαση στο δικαίωμα διασφάλισης του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισήμανε πως ο νόμος πρέπει να καθορίζει τις κατηγορίες των προσώπων που είναι δυνατόν να υποκλαπούν οι τηλεφωνικές τους συνδιαλέξεις, τη φύση των αδικημάτων που πρόκειται να διερευνηθούν μέσω αυτής της παρακολούθησης κατά παράβαση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, επιπρόσθετα, να προβλέπεται η Αρχή που θα αποφασίσει για τις εν λόγω παραβιάσεις καθώς και να προσδιορίζεται ο μέγιστος χρόνος διάρκειας των υποκλοπών. Το γεγονός, ωστόσο, πως το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει τη συμβολή της εξελιγμένης τεχνολογίας στην αντιμετώπιση του εγκλήματος είναι αναγνώσιμο στην υπόθεση Peck κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 28.4.2003, όπου το ΕΔΔΑ αναγνώρισε τη χρησιμότητα των συστημάτων κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης και έκανε δεκτό πως η χρήση μυστικών μέτρων επιτήρησης για την παρακολούθηση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και της τηλεφωνικής επικοινωνίας είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Abstract:The Greek legislator with the constitutional revision of 2001 added in the greek legal system the absolute prohibition on the use of illegally obtained evidence-provision of Art. 19 § 3 of the Greek Constitution-.As stated by the Supreme Court- Areios Pagos-, in number 622/2003 decision, upholding of superior human goods than those protected by the prohibition of Art. 19 .3 , such as the respect of human life, should be exempted from this prohibition. No other exception, either by order of the Criminal Code, can be recognized in the constitutional prohibition, except for that which is to ensure constitutionally protected legal goods more significant than those which are protected by the ban of the art 19. (privacy, confidentiality ). In addition, with the decision, 1261/2009 the Supreme Court held that the use of illegally obtained evidence, for instance a video recording, is constitutionally prohibited both in text and in the Code of Criminal Procedure Art. 177 Par. 2, and states that permitted its use as evidence only if a felony’ s threatened punishment is life imprisonment or the case that the illegally obtained evidence is the only one and necessary means of proof of innocence of the accused, given the gravity of the crime and respecting the principle of proportionality.In terms, therefore, the constitutional provision adopted by the Greek State, one observes that in the theoretical doctrine all views are converged that the prohibition of the use of illegal evidence in interpreting the provision of C. 19 par.3 should not be interpreted strictly. Moreover, an absolute ban on the use of illegal evidence would lead to absurd results and would shake the legislative and administrative value scale. Internationally, the ECtHR plays an important role in protecting the human right of privacy as a commodity which is affected primarily by the obtaining of evidence through the use of modern technology. The Strasbourg court in case S and Marper v United Kingdom, 4.12.2008, after noting the "rapid pace of developments in genetics and information technology so it can not overlook the fact that in the future and personal life Genetic information may be adversely affected in new ways or in a way that cannot be accurately determined today, issued a warning to the increasingly technologically developing nations (technology-hungry states), stressing that the uptake of new technologies in the sphere of criminal jurisdiction should not lead to an unacceptable weakening of the provision of Art. 8 ECHR.Important thematic to take under consideration is the decision of the ECtHR of 2.8.1984 with whom the Court ruled on the case Malone v United Kingdom. The Court accepted that in the case of Malone there were double violations of Article 8 of the ECHR, both in the interception of telephone conversations and in the delivery of meter data to the police, despite the fact that the follow-up was in accordance with UK legislation. With this decision the ECtHR emphasized the examination of the qualitative characteristics of the domestic laws of participating states to regulate the operations of individual rights, that balance in this case, the criminal policy and respect for individual rights took precedence of the second, after holding vague and uncertain action limits of the British authorities recognizing the risk of abuses of power. Then, two decisions against France which were published the same day, ie on 24.4.1990, Huvig v France and Kruslin v. France, are pivotal for the ECtHR case-law approach on the illegally obtained evidence. The ECtHR accepted the violation of Art. 8 ECHR by France as it the French law on telephone tapping does not guarantee the minimal respect of the right of privacy, creating legal uncertainty.In particular, however, these decisions gave specific interpretive approach to forecasting requirement by law that sets the order of Art. 8 par. 2 ECHR for the interference with the right to ensure respect for private and family life. The Court noted that the law should define the categories of persons who may be intercepted their telephone conversations, the nature of the offenses to be explored through this surveillance in violation of the secrecy of telecommunications, in addition, to provide the Authority who will decide on such violations and to determine the maximum length of eavesdropping. The fact, however, that the ECHR recognizes the contribution of advanced technology in dealing with crime is readable in the case of Peck v United Kingdom of 28.4.2003, where the ECtHR recognized the usefulness of CCTV -Closed Circuit television- systems and accepted that the use of secret surveillance measures to monitor e-mail and telephone communication is necessary in a democratic society.
Περιγραφή:Διπλωματική εργασία - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, ΠΜΣ, κατεύθυνση Νομικός Πολιτισμός, 2012
Περιγραφή:Βιβλιογραφία: σ. 68-78
 
 
Αρχεία σε Αυτό το Τεκμήριο:
Αρχείο Τύπος
7PMS_DragoumaniotiMa.pdf application/pdf
 
FedoraCommons OAI Βιβλιοθήκη - Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πάντειον Πανεπιστήμιο