Library SitePandemos Repository
Pandemos Record
 

Προβολή στοιχείων εγγραφής

Τμήμα Ψυχολογίας  

Μεταπτυχιακές εργασίες  

 
Τίτλος:Ανίχνευση πρώιμων αναπτυξιακών δυσκολίων
Τίτλος:Detection of early developmental difficulties
Κύρια Υπευθυνότητα:Τζιβάνη, Μαρία Π.
Επιβλέπων:Καζή, Σμαράγδα
Θέματα:
Ημερομηνία Έκδοσης:2024
Εκδότης:Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν ο έλεγχος δύο ερωτηματολογίων γονικής αναφοράς (ASQ-III και ΕΨΑν) σχετικά με τη δυνατότητά τους να προβλέπουν τη διάγνωση (ΔΑΦ, Επικοινωνιακά/Γλωσσικά Ελλείμματα, Κινητικά Ελλείμματα, Σφαιρική Αναπτυξιακή Καθυστέρηση) που έλαβαν τα παιδιά του δείγματος, η οποία προέκυψε μετά από αναλυτική αναπτυξιολογική εκτίμηση. Δευτερεύοντες στόχους αποτελούσαν ο έλεγχος της ύπαρξης σχέσης μεταξύ των διαγνώσεων και των δημογραφικών μεταβλητών (φύλο, ηλικία), καθώς και ανάμεσα στη διάγνωση και τα συντρέχοντα οργανικά προβλήματα (προωρότητα, χαμηλό βάρος γέννησης), όπως και η εξέταση της ακρίβειας της κύριας ανησυχίας των γονέων σε σχέση με τη διάγνωση που έλαβαν τα νήπια. Σύμφωνα με την κεντρική ερευνητική υπόθεση της μελέτης αναμενόταν ότι συγκεκριμένοι αναπτυξιακοί τομείς του ASQ-III θα προέβλεπαν την εκάστοτε διάγνωση. Αναφορικά με το ΕΨΑν, η προσέγγιση ήταν περισσότερο διερευνητική και, ως εκ τούτου, δεν διατυπώθηκε συγκεκριμένη υπόθεση για το αποτέλεσμα. Όσον αφορά τη μεθοδολογία, το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 63 παιδιά νηπιακής ηλικίας 24-36 μηνών, εκ των οποίων τα δύο τρίτα ήταν αγόρια. Τα δεδομένα προήλθαν από τη συμπλήρωση των κατάλληλων ηλικιακών εκδόσεων των δύο παραπάνω ερωτηματολογίων από τους γονείς των νηπίων του δείγματος, τα οποία είχαν επισκεφτεί το ιατρείο αναπτυξιακής παιδιάτρου, καθώς συνέτρεχαν κάποιες ανησυχίες για την αναπτυξιακή κατάστασή τους. Κρίνεται αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι, δεδομένου του μικρού δείγματος, οι ερευνητικές υποθέσεις επαληθεύτηκαν μερικώς και κυρίως για την περίπτωση της διάγνωσης της ΔΑΦ, που ήταν η συχνότερη διαγνωστική κατηγορία. Πιο επισταμένα, σε σχέση με τα αποτελέσματα των στατιστικών αναλύσεων, βρέθηκε ότι για τα αγόρια η διάγνωση της ΔΑΦ ήταν πράγματι στατιστικά σημαντικά συχνότερη, ενώ για τα κορίτσια κάτι αντίστοιχο φάνηκε να συμβαίνει για τα Κινητικά Ελλείμματα, ωστόσο, εν προκειμένω, με πιθανή επίδραση των συντρεχόντων επιβαρυντικών οργανικών παραγόντων. Οι ανησυχίες των γονέων για την αναπτυξιακή εικόνα του παιδιού τους βρέθηκε ότι σχετίζονταν με τη διάγνωση της ΔΑΦ, καθώς ανησυχούσαν σχεδόν εξίσου για τις επικοινωνιακές/γλωσσικές καθυστερήσεις των παιδιών, αλλά και για χαρακτηριστικά που σχετίζονται πιο συγκεκριμένα με τη ΔΑΦ, όπως οι δυσκολίες σίτισης, η τροφική επιλεκτικότητα και οι αισθητηριακές ευαισθησίες. Επιπροσθέτως, βρέθηκε, στην ανάλυση άνευ ηλικιακού διαχωρισμού, ότι οι τομείς ανάπτυξης εντός κάθε ερωτηματολογίου σχετίζονταν με όλους τους υπόλοιπους. Πλην τούτου, συσχετίστηκαν, επίσης, και οι περισσότεροι τομείς ανάπτυξης μεταξύ των δύο ερωτηματολογίων. Επιπλέον, τα παιδιά με ΔΑΦ επέδειξαν στατιστικά σημαντική χαμηλότερη επίδοση σε όλες τις υποκλίμακες και των δύο ερωτηματολογίων. Τέλος, από τα μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης που δημιουργήθηκαν, ώστε να δοθεί απάντηση στην κύρια ερευνητική υπόθεση της παρούσας μελέτης αναφορικά με την πρόβλεψη των διαγνώσεων από συγκεκριμένους τομείς ανάπτυξης, προέκυψε ότι, στην περίπτωση του ASQ-ΙΙΙ, η ΔΑΦ προβλεπόταν κατά κύριο λόγο από τον τομέα της Επικοινωνίας, αλλά και από τους τομείς Προσωπικά-Κοινωνικότητα και Επίλυση Προβλήματος. Επίσης, ως προγνωστικοί παράγοντες προέκυψαν το φύλο και η ηλικία, επισημαίνοντας ότι για τα αγόρια και για τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας υπάρχει υψηλότερη, συγκριτικά, πιθανότητα για τη διάγνωση της ΔΑΦ. Για το ΕΨΑν ο μόνος προβλεπτικός παράγοντας ήταν η υποκλίμακα της Αυτοεξυπηρέτησης. Μελλοντικές έρευνες καλούνται να επιβεβαιώσουν τα παρόντα ευρήματα σε μεγαλύτερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα, καθώς και να σταθμίσουν στον ελληνικό πληθυσμό τα δύο ερωτηματολόγια που αξιοποιήθηκαν.
Abstract:The purpose of the present study was to examine two parental-report questionnaires (Ages and Stages Questionnaire [ASQ-III] and Psychomotor Development Questionnaire 0-4 [ΕΨΑν]) regarding their ability to predict diagnoses (Autism Spectrum Disorder [ASD], Communication/Language Impairments, Motor Impairments, Global Developmental Delay) received by children in the sample, through a comprehensive developmental assessment. Secondary objectives included investigating the relationship between diagnoses and demographic variables (gender, age), between diagnoses and underlying organic factors (prematurity, low birth weight), as well as examining the accuracy of the parents' main concern in relation to the diagnosis received for the toddlers. According to the main research hypothesis of the study, it was expected that specific developmental domains of the ASQ-III would predict each diagnosis. For ΕΨΑν, the approach was more exploratory and therefore no concrete assumption was made about the outcome. Regarding the methodology, the study sample consisted of 63 toddlers aged 24-36 months, of whom two-thirds were boys. The data came from the completion of the age-appropriate versions of the aforementioned questionnaires by the parents of the toddlers in the sample, who had visited the developmental pediatrician’s practice, as there were concerns about their developmental status. It is noteworthy to mention that, given the small sample size, the research hypotheses were partially confirmed and mainly in the case of ASD diagnosis, which was the most frequent diagnostic category. More thoroughly, regarding the results of statistical analyses, it was found that for boys the diagnosis of ASD was indeed statistically more frequent, while for girls, a similar pattern was observed for Motor Impairments, however, in this case, with a possible influence of concurrent organic factors. Parents' concerns about their child's developmental status were found to be related to their ASD diagnosis, as they were almost equally concerned about children's communication/language delays, but also about characteristics more specifically related to ASD, such as feeding difficulties, food selectivity and sensory sensitivities. In addition, it was found, in the analysis without age segregation, that the developmental domains within each questionnaire were correlated with all the other domains. Furthermore, most developmental domains were also correlated between the two questionnaires. Moreover, children with ASD showed statistically significant lower performance in all subscales of both questionnaires. Finally, the logistic regression models created to answer the primary research hypothesis of the present study regarding the prediction of diagnoses from specific developmental domains, showed that, in the case of ASQ-III, ASD was primarily predicted by the Communication domain, but also the Personal-Social and Problem Solving domains. Additionally, gender and age emerged as predictors, too, highlighting that for boys and for older children there is a comparatively higher probability of being diagnosed with ASD. For ΕΨΑν the only predictive factor was the Self-Help subscale. Future research is called upon to confirm the present findings in larger and more representative samples, as well as to calibrate the two questionnaires used in the Greek population.
Περιγραφή: Διπλωματική εργασία - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Ψυχολογίας, ΠΜΣ, κατεύθυνση Εφαρμοσμένη Γνωστική και Αναπτυξιακή Ψυχολογία, 2024
Περιγραφή:Βιβλιογραφία: σ. 74-91
 
 
Αρχεία σε Αυτό το Τεκμήριο:
Αρχείο Τύπος
6PMS_TzivaniMa_0622M028.pdf application/pdf
 
FedoraCommons OAI Βιβλιοθήκη - Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πάντειον Πανεπιστήμιο