Library SitePandemos Repository
Pandemos Record
 

Προβολή στοιχείων εγγραφής

Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών  

Μεταπτυχιακές εργασίες  

 
Τίτλος:Το σύστημα των Βερσαλλιών και ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας στο μεσοπόλεμο
Τίτλος:The Versailles system and re-equipment of Germany in the interwar era
Κύρια Υπευθυνότητα:Μιχαλόπουλος, Χρήστος Σ.
Επιβλέπων:Λάβδας, Κώστας Α., 1964-
Θέματα:
Keywords:Συνθήκη των Βερσαλλιών, Επανεξοπλισμός της Γερμανίας, Μεσοπόλεμος, Κατευνασμός, Εξαπάτηση, Γερμανική Στρατιωτική Μηχανή, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
The Versailles System, Re-equipment of Germany, Interwar Era, Appeasement, Deception
Ημερομηνία Έκδοσης:2018
Εκδότης:Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:Στη Γερμανία, θεώρησαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ως μια υπαγορευμένη συνθήκη που τους είχε επιβληθεί άδικα και εκδικητικά, όταν η νεοσύστατη Δημοκρατία της Βαϊμάρης πάλευε για την επιβίωσή της. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν επικύρωσαν τη Συνθήκη, αποχώρησαν από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) και από τα ευρωπαϊκά δρώμενα, δημιούργησε ένα μεγάλο πολιτικό κενό. Το παραπάνω κενό ισχύος και υπό το φόβο της Σοβιετικής Ρωσίας, οδήγησε τη Βρετανία αρχικά σε μια προσπάθεια διπλωματικής εξισορρόπησης των δυνάμεων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας και τη Γαλλία σε απομόνωση και αντιμέτωπη με μια αναθεωρητική Γερμανία. Από το 1923 μέχρι το 1932, σε ότι αφορά στην πορεία του μυστικού επανεξοπλισμού, φαίνεται ότι ο στόχος της Γερμανίας ήταν να εξοπλισθούν περίπου 300.000 άνδρες (αριθμός τριπλάσιος από τα επιτρεπτά όρια), ενώ μέχρι το τέλος του 34, αρχές του 35, η προσπάθεια ήταν η βελτίωση των ελλείψεων σε εξοπλισμούς. Σε κάθε περίπτωση όμως και εάν λάβουμε υπόψη τη στρατιωτική δύναμη των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, μπορούμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι ο παραπάνω στρατός είχε καθαρά αμυντικό χαρακτήρα. Η διεθνής προσπάθεια για τον αφοπλισμό της Γερμανίας, πέτυχε τουλάχιστον μέχρι το 1932-34, στο να κρατήσει το γερμανικό στρατό σε μια αυστηρά αμυντική δυνατότητα. Η επιτυχία της παραπάνω «αποτροπής» για τον περιορισμό των εξοπλισμών ήταν εξαρτημένη, αφενός από τη στάση του εσωτερικού καθεστώτος στη Γερμανία και αφετέρου από τη βούληση και την δύναμη των άλλων χωρών. Η ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ το 1933 και η πολιτική πυγμής που ακολούθησε, αποδείχθηκε καταλυτική για να καταστρέψει την αποτελεσματικότητα της αποτροπής. Ο Χίτλερ συνέχισε την πολιτική απόκρυψης της πορείας του επανεξοπλισμού, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβιωσιμότητα του προγράμματος κατά τα αρχικά του στάδια. Αυτή η μυστικότητα της περιόδου (1923 - 1935) του παράνομου επανεξοπλισμού, βοήθησε στη μετέπειτα στρατηγική της υπερβολικής διόγκωσης της γερμανικής δύναμης και εξαπάτησης των συμμάχων (1935 - 1938). Οι δυτικές χώρες (Βρετανία – Γαλλία), απρόθυμες να αναλάβουν στρατιωτική δράση, βασίστηκαν στις δικές τους εσφαλμένες πληροφορίες και εκτιμήσεις σε ότι αφορούσε την ισορροπία των δυνάμεων και προσπάθησαν να χαράξουν μια ήπια και ορθολογική πολιτική ενάντια στην αναθεωρητική Γερμανία. Η αβεβαιότητα και η ανησυχία ιδιαιτέρα των Βρετανών για το μέγεθος και την ποιότητα της Λουφτβάφε, θα παίξει σημαντικό ρόλο στην αποτροπή στρατιωτικής παρέμβασής τους κατά του Βερολίνου. Η πολιτική των δυτικών δυνάμεων αποσκοπούσε στην εξοικονόμηση χρόνου μέσω παραχωρήσεων (κατευνασμός), αναβάλλοντας για το μέλλον μια πιθανή πολεμική σύγκρουση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προσπάθησαν να επιτύχουν μια μακροπρόθεσμη εξισορρόπηση των δυνάμεων αφενός επιδιώκοντας να αναπτύξουν προοδευτικά μια κατάλληλη στρατιωτική δύναμη, παράλληλα με τη διασφάλιση της οικονομίας τους και αφετέρου προσπαθώντας να εξασφαλίσουν συμμαχίες, προκειμένου να παρεμποδίσουν τη δημιουργία ενός ισχυρού γερμανικού συνασπισμού, πράγμα στο οποίο απέτυχαν. Από το 1935 και μετέπειτα, ο Χίτλερ απαλλαγμένος από τις διεθνείς δεσμεύσεις, έθεσε σταδιακά απεριόριστους στόχους στην εξωτερική του πολιτική. Με σκοπό να καταστήσει τη Γερμανία το ισχυρότερο κράτος της Ευρώπης, που θα προκαλούσε φόβο στους αντιπάλους της, εφάρμοσε ένα εξαντλητικό πρόγραμμα επανεξοπλισμών, μέχρι το όριο της οικονομικής καταστροφής. Απαίτησε μια ευρεία σε έκταση, αλλά ρηχή πολιτική εξοπλισμού, αρχικά για να αποτρέψει μια δυναμική παρέμβαση που θα σταματούσε το γερμανικό πρόγραμμα, αλλά αργότερα, για να αποτρέψει μια πιθανή ξένη επέμβαση, στην επιθετικότητα της εξωτερικής του πολιτικής. Η βασική επιδίωξη του Χίτλερ, ήταν η αντιμετώπιση των αντιπάλων του, με διαδοχικές προσπάθειες και η αποφυγή ενός ταυτόχρονου διμέτωπου αγώνα. Θολώνοντας τα νερά και υποσχόμενος ειρήνη, στράφηκε εναντίον των αδύναμων χωρών της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που τον είχαν περικυκλώσει και εκμεταλλευόμενος τις μειονότητες των Γερμανών που ζούσαν εκεί, κατάφερε να τις ενσωματώσει διαδοχικά (Αυστρία, Σουδητία και ακολούθως ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία). Οι κατακτήσεις αυτές, έδωσαν νέα ώθηση στη γερμανική οικονομία, παρέχοντας περαιτέρω αποθέματα σε συνάλλαγμα και πρώτες ύλες, νέο ανθρώπινο δυναμικό και ποιο ασφαλείς δρόμους εμπορίου. Αυτή η νέα ώθηση μετατράπηκε σε αύξηση της ταχύτητας των επανεξοπλισμών ή οποία δημιούργησε νέες ανάγκες για πλουτοπαραγωγικές πηγές και έναν φαύλο κύκλο, αλλά πιθανόν στα μάτια του Χίτλερ έναν ενάρετο κύκλο, όταν αντιλήφθηκε τον πόλεμο σαν μια επικερδή επιχείρηση. Αποτιμώντας την στρατιωτική μηχανή που έφτιαξε ο Χίτλερ, μπορούμε να πούμε ότι οι Γερμανοί ήταν προετοιμασμένοι για αστραπιαίους πολέμους με θεαματικά αποτελέσματα, αλλά όχι για μαραθώνιο. Και ο μαραθώνιος που θα ακολουθήσει (1941 - 1944), θα αποδειχθεί καταλυτικός για να ανατρέψει τα φιλόδοξα σχέδια του Χίτλερ. Ωστόσο αυτή η στρατιωτική μηχανή, αποδείχτηκε εντυπωσιακά αποτελεσματική. Έδωσε στη Γερμανία, για μια σύντομη αλλά ζωτική περίοδο, την ικανότητα να τρομοκρατεί τους αντιπάλους της, να επιτίθεται και να συντρίβει τη μια χώρα μετά την άλλη. Η κυριότερη εξήγηση για την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκεται στο γεγονός ότι έχοντας θέσει απεριόριστους στόχους στην εξωτερική του πολιτική και έχοντας πετύχει τους κατάλληλους συνασπισμούς, ο Χίτλερ βρέθηκε να κατέχει μια αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη, δηλαδή το ιδανικό μέσον στην υπηρεσία της επεκτατικής του πολιτικής, που ήταν πρόθυμος να χρησιμοποιήσει.
Abstract:In Germany, the Treaty of Versailles was considered as a dictated treaty which was unjustly and vindictively imposed to them when the newly-founded Republic of Weimar struggled for its survival. By 1932, as regards the course of re-equipment, it seems that Germany’s purpose was to equip approximately 300.000 men (three times the permissible limits), while by the beginning of 1935 the effort was to improve equipment shortages. In any case, however, and taking into account the military power of other major European forces, we could argue that the above army had a purely defensive character. Hitler until 1935 continued the concealing the course of the illegal re-equipment, in order to ensure the program’s survival. This secrecy of the period helped the subsequent strategy of overpowering of the German force and deceiving allies. Especially British people’s uncertainty and concern will play a significant role in preventing their military intervention against Berlin. From 1935 onwards, in order to make German the most powerful European country, Hitler implemented an exhaustive re-equipment program to the limit of economic disaster. Being free of international commitments, he gradually set unlimited goals in his foreign policy and having achieved the appropriate coalitions, he was found possessing an effective military force, namely the ideal means in the service of his expansive policy that he was willing to use.
Περιγραφή:Διπλωματική εργασία - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών, ΠΜΣ, κατεύθυνση Στρατηγικές Σπουδές Ασφάλειας, 2018
Περιγραφή:Βιβλιογραφία: σ. 83-85
 
 
Αρχεία σε Αυτό το Τεκμήριο:
Αρχείο Τύπος
12PMS_DIE_EUR_SPO_MichalopoulosCh.pdf application/pdf
 
FedoraCommons OAI Βιβλιοθήκη - Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πάντειον Πανεπιστήμιο