Προσλαμβανόμενη διαπροσωπική κυριαρχία εντός ιεραρχικών διαρθρώσεων : η εμπειρία της εξουσίας και οι συνέπειες της σε γνωστικές διεργασίες, στάσεις και συμπεριφορά
Κύρια Υπευθυνότητα:
Βασιλικός, Ερρίκος
Επιβλέπων:
Χαντζή, Αλεξάνδρα
Θέματα:
Έλεγχος (Ψυχολογία) Control (Psychology)
Ημερομηνία Έκδοσης:
2012
Εκδότης:
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:
Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζει την έννοια της εμπειρίας της εξουσίας από την πλευρά εκείνου που υφίσταται την εξουσία κάποιου σημαντικού άλλου σε ιεραρχικά διαρθρωμένες σχέσεις. Συγκεκριμένα εξετάζει τις συνέπειες της προσλαμβανόμενης εμπειρίας εξουσίας τέτοιας μορφής στις γνωστικές διεργασίες, τις στάσεις και τη συμπεριφορά του ατόμου. Η έννοια της εμπειρίας της εξουσίας εγχειρηματοποιείται ως ηπροσλαμβανόμενη διαπροσωπική κυριαρχία που έχει υποστεί κάποιος στις σχέσεις του με σημαντικούς άλλους. Βασική υπόθεση ήταν ότι άτομα που θεωρούν ότι έχουν βιώσει σε μεγάλο βαθμό διαπροσωπική κυριαρχία στις σχέσεις τους με σημαντικούς άλλους κατά το παρελθόν, θα τείνουν να υιοθετούν συγκεκριμένες στάσεις, και συμπεριφορές και να αναπτύσσουν μεροληψίες στην αντίληψή τους περισσότερο από άτομα που θεωρούν ότι έχουν βιώσει τέτοιες συμπεριφορές κυριαρχίας σε μικρότερο βαθμό. Για τη μελέτη των συνεπειών της εμπειρίας της εξουσίας υιοθετείται η κοινωνιογνωστική θεωρία μάθησης του Bandura (1986) που συνδυάζει τις επιδράσεις του περιβάλλοντος στις στάσεις και τη συμπεριφορά των ατόμων με τη δυνατότητά τους για μεταβολή αυτών των στάσεων και συμπεριφορών μέσα από την περίσκεψη. Αρχικά, η πρώτη έρευνα έδειξε ότι η σχέση μεταξύ της εμπειρίας της εξουσίας (προσλαμβανόμενη διαπροσωπική κυριαρχία στη σχέση με τους γονείς κατά την παιδική και εφηβική ηλικία) συνδέεται με την υιοθέτηση συμπεριφορών που υποδηλώνουν έλλειψη ανεκτικότητας κατά τις διαπροσωπικές επαφές καισυμπεριφορών που υποδηλώνουν αναζήτηση τάξης και βεβαιότητας, και αυτές οι σχέσεις διαμεσολαβούνται αντιστοίχως από στάσεις εναντίωσης στην παραβίαση νορμών και από θετικές στάσεις απέναντι στη δικαιολόγηση της προσπάθειας. Η δεύτερη έρευνα τεκμηρίωσε ότι η εμπειρία της εξουσίας συνδέεται με την ανάγκη για πλήρωση (τάση για αναζήτηση βεβαιότητας και αποφυγή αμφισημίας), την εναντίωση στην παραβίαση νορμών, καθώς και με τη δικαιολόγηση της προσπάθειας. Επίσης, σε συμφωνία με την κοινωνιογνωστική θεωρία μάθησης, στην έρευνα αυτή διαπιστώθηκε ότι τα άτομα μπορούν, μέσα από τη σκέψη για τα βιώματα και τη συμπεριφορά τους (τον αυτο-στοχασμό), να «διαπραγματευτούν» τις επιδράσεις της εμπειρίας της εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι άτομα με υψηλό αυτο-στοχασμό «διαχειρίζονται» τις επιδράσεις της εμπειρίας εξουσίας έντονου προσλαμβανόμενου χαρακτήρα διαπροσωπικής κυριαρχίας πάνω στον τρόπο σκέψης τους σε σημείο που δε διαφέρουν πλέον από εκείνους που δεν έχουν βιώσει εμπειρία εξουσίας έντονου χαρακτήρα διαπροσωπικής κυριαρχίας, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο στα άτομα με χαμηλό αυτο-στοχασμό.Επίσης, διερευνώνται οι γνωστικές συνέπειες της εμπειρίας της εξουσίας και συγκεκριμένα η σχέση της με την κοινωνιογνωστική μεταβίβαση, δηλ. τη χρήση από την πλευρά του ατόμου νοητικών αναπαραστάσεων «σημαντικών άλλων» για τη εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν τρίτους («στόχους μεταβίβασης»), οι οποίοι εμφανίζουν φαινομενική ομοιότητα με τους συγκεκριμένους σημαντικούς άλλους. Από τα αποτελέσματα της τρίτης έρευνας φαίνεται ότι κοινωνιογνωστική μεταβίβαση διαπιστώνεται μόνο σε άτομα που έχουν βιώσει εμπειρία εξουσίας έντονου χαρακτήρα κυριαρχίας και όχι σε άτομα που έχουν βιώσει εμπειρία εξουσίας που χαρακτηρίζεται από χαμηλή διαπροσωπική κυριαρχία. Τέλος, μελετάται η εμπειρία της εξουσίας στον εργασιακό χώρο, στο πλαίσιοτης θεωρίας δικαιολόγησης του συστήματος, η οποία αφορά κίνητρα δικαιολόγησης του συστήματος (διατήρησης ή ενίσχυσης της νομιμότητας και σταθερότητας υφιστάμενων μορφών κοινωνικής διάρθρωσης), σε αντιδιαστολή με κίνητρα αυτο-δικαιολόγησης ή δικαιολόγησης της ομάδας. Επιλέχθηκε η εστίαση στην άτυπη ιεραρχική διαφοροποίηση μεταξύ νεοφερμένων εργαζόμενων («νέων») έναντι παλαιοτέρων («παλιών») ως ενδεικτική ενός διαφορικού ισχύος σε διομαδικά πλαίσια, που θεωρήθηκε κατάλληλο για τη μελέτη τόσο της εμπειρίας της εξουσίας όσο και της δικαιολόγησης του συστήματος. Τα αντίστοιχα ερευνητικά ευρήματα της τέταρτης έρευνας συνδέουν τη δικαιολόγηση ανισοτήτων με τη βιωμένη εμπειρία της εξουσίας, καθώς και με παράγοντες πλαισίου.Συνοψίζοντας, τα ερευνητικά αποτελέσματα της παρούσας διατριβής έδειξαν ότι άτομα που έχουν βιώσει εμπειρίες με έντονο προσλαμβανόμενο χαρακτήρα διαπροσωπικής κυριαρχίας στη σχέση τους με τους γονείς κατά το παρελθόν τείνουν να προσκολλούνται σε πορείες δράσης για τις οποίες έχουν καταβάλει χρόνο, προσπάθεια ή κάποιου άλλου είδους κόστος, παρότι ενδεχομένως αυτές οι πορείες δράσεις έχουν αρχίσει να εμφανίζουν δυσμενείς συνέπειες ή παύουν σταδιακά να ικανοποιούν. Τα ίδια άτομα τείνουν να αποδοκιμάζουν την παραβίαση νορμών από τρίτους και να αποδέχονται και να δικαιολογούν τον κατεστημένο τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του κοινωνικού συστήματος στο οποίο μετέχουν. Τείνουν επίσης να αναζητούν τη βεβαιότητα στο γύρω τους κόσμο, να αποφεύγουν την αμφισημία και να προσλαμβάνουν το κοινωνικό τους περιβάλλον περισσότερο ως ένα σύνολο από σταθερές παρά ως σύνολο αλληλεπιδρουσών μεταβλητών. Oστόσο, τα άτομα που έχουν βιώσει εμπειρία εξουσίας με έντονο προσλαμβανόμενο χαρακτήρα διαπροσωπικής κυριαρχίας μπορούν να διαπραγματευτούν την επίδρασή της στις στάσεις και τη συμπεριφορά τους ανάλογα με το πόσο θα επενδύσουν στην περίσκεψη για τον εαυτό τους και στην κατανόηση της κατάστασής τους. Ακόμη, όσο πιο έντονος είναι ο προσλαμβανόμενος χαρακτήρας κυριαρχίας που είχε η σχέση τους με τους γονείς στο παρελθόν, τόσο πιο πιθανό είναι, σε άσχετες αλληλεπιδράσεις που όμως προσιδιάζουν σε αυτή τη σχέση, να συνάγουν συμπεράσματα που υπερβαίνουν το εύρος των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους.
Περιγραφή:
Διατριβή (διδακτορική) - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Ψυχολογίας, 2012