Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:
Η έννοια της συνεργατικότητας, εν μέσω της περιόδου οξείας κοινωνικο-οικονομικής κρίσης που διανύουμε, αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο πολιτικό και κοινωνικό ζητούμενο των σύγχρονων κοινωνιών. Φαίνεται να αποτελεί πλέον όχι μόνο απαραίτητη προϋπόθεση για την –πολυπόθητη- οικονομική ανάπτυξη, αλλά και για τη διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού, αποκτώντας έτσι ξεκάθαρες κοινωνικές προεκτάσεις. Στόχος της παρούσας διατριβής ήταν η προσέγγιση της συνεργασίας μέσα από μια συνθετική ματιά, προτείνοντας την αλληλεπίδραση και την συμπληρωματικότητα συγκεκριμένων κοινωνικών, καταστασιακών-περιβαλλοντικών και προδιαθεσικών μεταβλητών στη διαμόρφωση των συνεργατικών στάσεων και στην ανάδυση των συνεργατικών συμπεριφορών. Σε πρώτο επίπεδο εξετάστηκε η επίδραση συγκεκριμένων προδιαθεσικών (το είδος παρακίνησης και οι στόχοι ζωής των ατόμων) και καταστασιακών-περιβαλλοντικών παραμέτρων (πλαίσιο: ελεγκτικό έναντι υποστηρικτικού της αυτονομίας) στη διαμόρφωση των οπορτουνιστικών, μη συνεργατικών στάσεων. Σε δεύτερο επίπεδο μελετήθηκε η επίδραση, αλλά και η αλληλεπίδραση, συγκεκριμένων προδιαθεσικών (το είδος παρακίνησης των ατόμων, η επιθυμία για κοινωνική κυριαρχία, οι παράγοντες προσωπικότητας), κοινωνικών και καταστασιακών-περιβαλλοντικών παραμέτρων (πλαίσιο: ελεγκτικό έναντι υποστηρικτικού της αυτονομίας και προέλευση του εταίρου: εταίρος προερχόμενος από την ενδο-ομάδα έναντι της εξω-ομάδας), στη διαμόρφωση των μη συνεργατικών στάσεων και συμπεριφορών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πράγματι οι μελετώμενοι προδιαθεσικοί-ενδοατομικοί παράγοντες επιδρούν στη διαμόρφωση μη συνεργατικών στάσεων και στην επιλογή ανταγωνιστικών συμπεριφορών. Τα άτομα που χαρακτηρίζονται από οπορτουνιστικές, μη συνεργατικές τάσεις και υιοθετούν ανταγωνιστικά πρότυπα συμπεριφοράς μεγιστοποίησης του ατομικού τους κέρδους φάνηκε: (α) να διαθέτουν ελεγχόμενο προσανατολισμό παρακίνησης, δηλαδή έτειναν να αποδίδουν σε εξωτερικά αίτια την αιτιότητα της συμπεριφοράς τους, (β) να εστιάζουν σε εξωτερικούς στόχους ζωής, όπως είναι η οικονομική επιτυχία, η φήμη και η εικόνα τους, (γ) να χαρακτηρίζονται από χαμηλά ποσοστά εντιμότητας-ταπεινότητας και προσήνειας και (δ) να έχουν υψηλά επίπεδα επιθυμίας για κοινωνική κυριαρχία. Έπειτα, δείχθηκε ότι οι μελετώμενοι καταστασιακοί-περιβαλλοντικοί παράγοντες επιδρούν επίσης στη διαμόρφωση μη συνεργατικών στάσεων και στην επιλογή ανταγωνιστικών συμπεριφορών. Χαρακτηριστικά, καταγράφηκαν υψηλότερα ποσοστά οπορτουνιστικών, μη συνεργατικών στάσεων και ανταγωνιστικών συμπεριφορών στις συνθήκες όπου: (α1) το πλαίσιο γινόταν αντιληπτό από τα άτομα ως ελεγκτικό, (α2) το πλαίσιο ήταν ελεγκτικό, (β1) ο συμπαίκτης προερχόταν από την εξω-ομάδα (εθνικότητα διάφορη της ελληνικής) έναντι της ενδο-ομάδας (Έλληνας) και (β2) ο συμπαίκτης προερχόταν από την ενδο-ομάδα (Έλληνας) έναντι ενός συμπαίκτη που προερχόταν από εξω-ομάδα ανεπτυγμένης χώρας (Σουηδός). Τέλος, επισημάνθηκε η αλληλεπίδραση μεταξύ των προαναφερθέντων παραγόντων στη διαμόρφωση των μη συνεργατικών στάσεων και στην επιλογή των ανταγωνιστικών συμπεριφορών. Συγκεκριμένα, φάνηκε ότι: (α) ο ελεγχόμενος και ο αυτόνομος προσανατολισμός και τα πλαίσια που γίνονται αντιληπτά ως ελεγκτικά αποτελούν ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες των οπορτουνιστικών στάσεων και (β) η επιθυμία για κοινωνική κυριαρχία, ο οικονομικός οπορτουνισμός, ο ελεγχόμενος προσανατολισμός, το ελεγκτικό πλαίσιο και η συνθήκη της εξω-ομάδας αποτελούν ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς. Το εύρημα αυτό δείχνει να στηρίζει τη βάση του θεωρητικού προβληματισμού της διατριβής, ανοίγοντας ταυτόχρονα νέες προοπτικές για μελλοντική έρευνα.
Abstract:
The concept of cooperativeness, amid the acute socio-economic crisis period we are going through, emerges as the dominant political and social challenge of contemporary societies. Cooperativeness seems to be not only a prerequisite for the -much debated- economic development, but also for the maintenance of societies' cohesion, obtaining thus clear social implications. The objective of this thesis was to approach cooperativeness through a synthetic perspective, suggesting the interaction and complementarity of specific social, environmental-situational and dispositional variables into the formation of cooperative attitudes and the emergence of cooperative behaviors. In the foreground, it was studied the effect of (a) specific dispositional (individuals' motivational patterns and life aspirations) and (b) environmental-situational parameters (context: controlling versus supportive of autonomy) into shaping opportunist, non-cooperative attitudes. In the second level, it was explored the effect, but also the interaction, of specific dispositional (individuals' motivational patterns, desire for social dominance, personality factors), social and environmental-situational parameters (context: controlling versus supportive of autonomy and partner's status membership: in-group partner versus out-group partner) into the formation of non-cooperative attitudes and behaviors. The results showed that the envisaged dispositional, intra-individual factors do influence the formation of non-cooperative attitudes and the choice of non-cooperative, antagonistic behaviors. Individuals who are characterizing by opportunistic, non-cooperative tendencies and adopt non-cooperative behavioral patterns in order to maximize their individual profit appeared to: (a) have a control-oriented motivation, to wit tended to attribute their behavior to external causes, (b) focus on extrinsic, materialistic life goals, such as financial success, fame and image, (c) score low on honesty-humility and agreeableness scales and (d) have a high desire for social dominance. It was also showed that the above-mentioned environmental-situational factors do influence the formation of non-cooperative attitudes and the choice of non-cooperative, antagonistic behaviors. More specifically, higher rates of opportunistic, non-cooperative attitudes and antagonistic, non-cooperative behaviors noted in circumstances where: (a1) the context was perceived by individuals as controlling, (a2) the context was controlling, (b1) the partner came from out-group (ethnicity distinct from Greek) versus in-group (Greek) and (b2) the partner came from in-group (Greek) versus the partner who came from an out-group developed country (Sweden). Finally, it was showed a significant interaction between the aforementioned factors in the formation of non-cooperative attitudes and choice of non-cooperative, antagonistic behaviors. It appeared that: (a) controlling and autonomous motivational orientation, as well as contexts perceived as controlling are strong predictors of opportunistic attitudes and (b) the desire for social dominance, economic opportunism, controlling motivational orientation, controlling contexts and the out-group status of partner are strong predictors of competitive behavior. This finding seems to support the basis of this thesis theoretical reflection, while opening new perspectives for future research.
Περιγραφή:
Διατριβή (διδακτορική) - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Ψυχολογίας, 2013