Library SitePandemos Repository
Pandemos Record
 

Προβολή στοιχείων εγγραφής

Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης  

Μεταπτυχιακές εργασίες  

 
Τίτλος:Η δομή της αρχής της αναλογικότητας
Τίτλος:The structure of the principle of proportionality
Κύρια Υπευθυνότητα:Μιχαλακάκου, Νικολέττα Η.
Επιβλέπων:Χάνος, Αντώνιος
Θέματα:
Keywords:Αναλογικότητα, δομή, καταλληλότητα, αναγκαιότητα, ορθολογικότητα, γενέθλιος απόφαση
Principle of proportionality, structure, adequacy, rationality, necessity, presiding decision
Ημερομηνία Έκδοσης:2017
Εκδότης:Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:Η επιταγή της αναλογικότητας είναι εγγενής της ίδιας της έννοιας του δικαίου. Αντλεί την καταγωγή της από τον Αριστοτέλη και τη διδασκαλία του για διανεμητική δικαιοσύνη. Η εμφάνιση της, με τη σύγχρονη νομική υπόσταση που διαθέτει, εντοπίζεται στο γερμανικό δίκαιο. Ως κορύφωση της εξελικτικής της πορείας νοείται η ρητή διατύπωση της στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, στο άρθρο 25 παρ. 2 εδ. δ΄, όπου ανάγεται πλέον σε κανόνα συνταγματικής περιωπής. Σε διεθνές επίπεδο η αρχή της αναλογικότητας είναι αναγνωρισμένη ήδη από το 1970 μέσα από ποικίλες διατάξεις τόσο του κοινοτικού όσο και του διεθνούς δικαίου. Η αρχή της αναλογικότητας συνιστά ένα κοινωνικό κεκτημένο που προστατεύει τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, καθιστώντας ως εκ τούτου ανεπίτρεπτη κάθε παραβίαση τους. Όπως χαρακτηριστικά έχει διατυπωθεί και καθιερωθεί, η εν λόγω αρχή συνιστά ένα «περιορισμό στους περιορισμούς». Το εκάστοτε δηλαδή επιβληθέν μέτρο οφείλει να βρίσκεται σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό του δημοσίου συμφέροντος. Αποτελείται από τρεις επιμέρους αρχές που συνιστούν τα προσδιοριστικά - δομικά της στοιχεία και είναι εκείνα που προσδίδουν ταυτότητα στην αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της καταλληλότητας (προσφορότητα) αποτελεί το πρώτο συστατικό στοιχείο, όπου αναζητείται το πλέον πρόσφορο μέτρο. Κατάλληλο νοείται εκείνο το μέτρο μέσω του οποίου δύναται να επιτευχθεί έστω και εν μέρει ο επιδιωκόμενος σκοπός. Καταλληλότητα σημαίνει ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός επέρχεται μέσω μιας συγκεκριμένης αιτιότητας του μέτρου. Ακολουθεί ο έλεγχος της αναγκαιότητας. Το επιβαλλόμενο μέτρο για να νομιμοποιηθεί στον νομικό κόσμο θα πρέπει να πηγάζει από μια συγκεκριμένη ανάγκη. Ως αναγκαίο κρίνεται εκείνο το μέτρο το οποίο θα επιφέρει τα λιγότερο επαχθή αποτελέσματα. Αναζητείται το ηπιότερο μέσο μεταξύ ισοδύναμων σε αποτελεσματικότητα. Η τελευταία επιμέρους αρχή που απαρτίζει την lato sensu αναλογικότητα είναι η αναλογικότητα εν στενή εννοία ή αλλιώς ορθολογικότητα. Η ορθολογικότητα έγκειται στη στάθμιση κόστους- οφέλους. Η αρχή αυτή επιτάσσει να υφίσταται μια εύλογη σχέση μεταξύ του επιβαλλόμενου μέτρου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Απώτερος στόχος της αρχής είναι τα συνεπαγόμενα αποτελέσματα και ειδικότερα τα μειονεκτήματα στο μέτρο του δυνατού να μην υπερκεράζουν τα πλεονεκτήματα. Η σωρευτική συνδρομή και των τριών προϋποθέσεων κρίνεται απαραίτητη και προσδίδει στην αρχή της αναλογικότητας τον απαιτούμενο χαρακτήρα αρμονίας μέσου προς σκοπό. Δεν ισοδυναμεί με τρείς τυχαίους και ανεξάρτητους ελέγχους αλλά ο ένας προϋποθέτει τον άλλο. Η σημασία της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ των επιμέρους αρχών διαφαίνεται έντονα μέσα από τα νομολογικά παραδείγματα. Παρόλο που η θεωρία δεν έχει εκτενώς ασχοληθεί με τις τρείς επιμέρους αρχές, αυτές αναμφίβολα διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη προσπάθεια προσδιορισμού της έννοιας της αναλογικότητάς . Η αρχή της αναλογικότητα όπως έχει διατυπωθεί ανήκει στο σκληρό πυρήνα του δημοσίου δικαίου καθώς αφορά πρωτίστως την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων από περιορισμούς. Πάρα ταύτα η αρχή αυτή διαπερνά τα στενά όρια του δημοσίου δικαίου και διαποτίζει το σύνολο της έννομης τάξης. Η αρχή της αναλογικότητας διατρέχει το εσωτερικό σύστημα του αστικού κώδικα, χωρίς αυτό να είναι πάντοτε εμφανές στο γράμμα των σχετικών διατάξεων. Η ελληνική και κοινοτική νομολογία έχουν ασχοληθεί ενδελεχώς με την εξέταση της αρχής αλλά πολλές φορές στέκονται μόνο στην αναγνώριση μιας πρόδηλης δυσαναλογίας και δεν προχωρούν σ΄ ένα πιο ουσιαστικό και βαθύτερο έλεγχο. Η «γενέθλιος» απόφαση 2112/1984 αποτελεί μια κορυφαία στιγμή για την ελληνική νομολογία καθώς έθεσε για πρώτη φορά ρητά ζήτημα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, ορίζοντας την ως συνταγματική και απορρέουσα από το κράτος δικαίου. Τέλος, μέρος της θεωρίας υποστηρίζει ότι η αναλογικότητα δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά τελολογική φάση της ερμηνείας του δικαίου, με εννοιολογική εξειδίκευση του προσφορότερου μέσου προς πραγματοποίηση του γενικότερου δικαιικού σκοπού. Εν κατακλείδι, η αρχή της αναλογικότητας είναι ένα μεθοδολογικό εργαλείο αυξημένης τυπικής ισχύος που απαιτεί την ύπαρξη εύλογης σχέσης μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και του επιβαλλόμενου μέτρου.
Abstract:The requirement of proportionality is inherent in the very concept of law. Ιt is derived from the teachings of Aristotle and more specifically, his teaching on distributive justice. The emergence of its modern legal standing that is found in German law. The culmination of its evolutionary course is considered the explicit wording of the revision of the Constitution through article 25 paragraph 2 domain (d) where proportionality is advised into constitutional rule. At international level the principle of proportionality has already been recognized since 1970 through diverse order of both community and international law. The principle of proportionality constitutes a social acquis that protects individual and social rights making therefore impermissible any violation. As it has been established that principle constitutes a "limitation on restrictions". The fine imposed measure shall be established in a reasonable relation to the sought after purpose of public interest. The correct application of the principle requires the conceptual clarification of the concept but also the analysis of the content. It consists of three separate authorities that constitute the qualifiers and structural elements and are those that give identity to the principle of proportionality. The principle of adequacy is the first component which seeks the most expedient measure. An appropriate measure is one through which even a partially achieved objective can be obtained. Appropriateness means that the objective pursued is brought about through a specific causality of the measure. Following the audit of necessity. The imposed measure to be legalized in the legal world should stem from a specific need. A measure it considers necessary when the said measure will bring about less onerous. So a moderate means between equivalents in efficacy is sought. The last and most important individual authority that makes up the lato sensu proportionality is proportionality stricto sensu or rationality. The rationality lies in the balancing of costs and benefits. This principle requires a reasonable relationship between the imposed measure to the objective pursued. The ultimate goal of this principle is the corresponding results and in particular the drawbacks as far as possible not to out weight the advantages. The cumulative contribution of all three conditions are necessary. Furthermore, the principle of proportionality acquires a more harmonious means to and. It is not equivalent to three random and independent audits but one that presupposes the other. The importance of the relationship that develops between individual authorities has been strongly suggested through the juridical examples. Although the theory has not been extensively dealt with the three separate authorities, they undoubtedly play a central role in the effort to determine the concept of proportionality. The principle of proportionality as formulated belongs to the hard core of public law as it concerns primarily the protection of individual rights from restrictions. Besides all this principle permeates the boundaries and permeates the entire legal order. The principle of the internal system of the civil code, although this is always evident in the wording of the relevant provisions. The Greek and European Community jurisprudence have dealt thoroughly with the examination of the principle but many times they stand alone in recognizing a manifest disproportion and not progressing in a more meaningful and deeper control of the authority. The presiding decision 2112/1984 is a supreme moment for the Greek jurisprudence as it set for the first time explicitly the question of the application of the principle of proportionality as constitutional and deriving from the rule of law. Finally, part of the theory argues that proportionality is not merely a teleological interpretation of law, with conceptual specialization of a more conducive means for the for realization of general justice. In conclusion, the principle of proportionality is a methodological tool with increased formal validity which requires the existence of a reasonable relationship between the objective and the measure imposed.
Περιγραφή:Διπλωματική εργασία - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, ΠΜΣ, κατεύθυνση Δίκαιο, Τεχνολογία και Οικονομία, 2017
Περιγραφή:Βιβλιογραφία: σ. 76-77
 
 
Αρχεία σε Αυτό το Τεκμήριο:
Αρχείο Τύπος
7PMS_DHM_DIO_MichalakakouNi.pdf application/pdf
 
FedoraCommons OAI Βιβλιοθήκη - Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πάντειον Πανεπιστήμιο