Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη:
Στην εργασία αυτή επιχειρείται η ανασυγκρότηση σε ορισμένες βασικές θέσεις του γερμανού φιλοσόφου Τεόντορ Β. Αντόρνο. Η κεντρική σύλληψη που διέπει το έργο είναι η αρνητικότητα, η μη ταυτότητα, η οποία αποτελεί μια σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, το λόγο και το είναι, την ιστορία και τη φύση που αξιώνει μέσω της ταυτότητας να στραφεί εναντίον της. Στην πρώτη ενότητα της εργασίας γίνεται αναφορά στην κριτική που ασκεί ο Αντόρνο στον Sören Kirkegaard, στον Edmund Husserl και στον Martin Heidegger. Βασική θέση της κριτικής του είναι ότι αυτές οι κορυφαίες φιλοσοφικές κατευθύνσεις δεν εκβάλλουν εν τέλει στην ανάπτυξη της ιστορικής εμπειρίας. Η πρώτη αυτή ενότητα κλείνει με μια αναφορά στον Αριστοτέλη – εδώ ο Αντόρνο θέλει να καταδείξει την σχέση ανάμεσα στην ιδεολογία και τη γνωσιοθεωρία. Η δεύτερη ενότητα της εργασίας αρχίζει με τις θέσεις που αναπτύσσει ο Αντόρνο απέναντι στην εγελιανή διαλεκτική. Ο πυρήνας της κριτικής του εστιάζει στο γεγονός ότι η ταυτότητα που συγκροτείται μέσα από την εγελιανή διαλεκτική έχει πραγματωθεί: ο καταναγκασμός της ταυτότητας δεν είναι μόνο λογικός είναι και πραγματωμένος και συνδέεται με το factum brutum της εμπειρίας. Η αντιφατικότητα που είναι βασική στην εγελιανή διαλεκτική είναι συγκροτητική και για την κοινωνική πραγματικότητα. Στη συνέχεια η εργασία αναφέρεται στο magnum opus του Αντόρνο, την Αρνητική Διαλεκτική και χωρίζεται σε δύο τμήματα. Στο πρώτο τμήμα εξετάζονται ορισμένες κεντρικές θέσεις του Αντόρνο που αφορούν τον αναστοχασμό του συστήματος, τον αναστοχασμό του μη ταυτού και τον αναστοχασμό του υλισμού. Στα πλαίσια αυτά ο Αντόρνο αναπτύσσει τη δική του θεώρηση για μια τροποποιημένη διαλεκτική, η οποία επικεντρώνεται στη διαλεκτική της ταυτότητας, στην κριτική προς τον ιδεαλισμό και στην προτεραιότητα του αντικειμένου. Στο δεύτερο τμήμα αυτής της ενότητας εξετάζονται τα τρία μοντέλα της Αρνητικής Διαλεκτικής, δηλαδή η ελευθερία, η ιστορία και η μεταφυσική. Στο ζήτημα της ελευθερίας είναι σημαντική η στιγμή της παρώθησης (Impuls) που είναι πνευματική και σωματική ταυτόχρονα – στο ζήτημα της ιστορίας είναι σημαντική η ανάδειξη της φυσικής εξάρτησης της ιστορίας και στο ζήτημα της μεταφυσικής είναι σημαντικό το γεγονός ότι έχει συντριβεί η βάση της μεταφυσικής δηλαδή η εμπειρία. 6 Στην τρίτη ενότητα της εργασίας γίνεται αναφορά στο έργο του Τέοντορ Αντόρνο Αισθητική Θεωρία. Ο Αντόρνο θα κάνει κατ’ αρχήν μια κριτική στην ιδεαλιστική αισθητική (κυρίως με βάση τον Κάντ, τον Χέγκελ αλλά και τον Σίλλερ). Κατόπιν θα αναπτύξει το ζήτημα του κοινωνικού χαρακτήρα που έχει (ή που δεν έχει η τέχνη) καθόσον για τον Αντόρνο η τέχνη αποτελεί «την κοινωνική αντίθεση στην κοινωνία». Και τέλος θα αναφερθεί στην modernité προχωρώντας σε μια θερμή συνηγορία προς την avant-garde ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει και τον ιδεολογικό χαρακτήρα της. Η εργασία κλείνει με μια αναφορά σε δευτερεύουσα βιβλιογραφία στην οποία κυρίως αναπτύσσεται το ερώτημα αν και κατά πόσον ο Αντόρνο υπερβαίνει την εγελιανή διαλεκτική.
Abstract:
This work attempts the reconstruction of certain fundamental positions of the German philosopher Theodor W. Adorno. The central idea governing the work is negativity, non-identity, which represents a relation between the subject and the object, reason (ratio) and being, history and nature that seeks through identity to turn against itself. In the first section of the work, reference is made to Adorno’s critique of Sören Kirkergaard, Edmund Huserl and Martin Heidegger. A primary position of his criticism is that these prominent philosophical movements do not advance into historical experience. This first section concludes with a reference to Aristotle – here Adorno aims to demonstrate the relationship between ideology and epistemology. The second section of the work begins with the positions that Adorno develops against Hegelian dialectics. The core of his criticism focuses on the fact that the identity constituted through Hegelian dialectics has been realized: the compulsion of identity is not only logical but is also actualized and associated with the factum brutum of experience. The contradiction which is fundamental in Hegelian dialectics is also constitutive of social reality. Subsequently, the work refers to Adorno’s magnum opus, the “Negativ Dialektik”, and is divided into two parts. In the first part, general positions of Adorno are examined concerning the reflection of the system, the reflection of the non-identical and the reflection of materialism. Within this context, Adorno develops his own theory of an alternative dialectic that focuses on the dialectic of identity, the critique of idealism, and the priority of the object. In the second part of this section, the three models of Negative Dialectics are explored, namely freedom, history, and metaphysics. On the issue of freedom, it is significant the moment of impulse that is simultaneously mental and physical – on the issue of history, it is significant the emphasis on the natural dependence of history, and on the issue of metaphysics, it is significant the fact that the foundation of metaphysics, it being the experience, has been shattered. 8 In the third section of the work, reference is made to Theodor W. Adorno’s “Aeshetic Theory”. Initially, Adorno critiques idealistic aesthetics (primarily based on Kant, Hegel and Schiller). Subsequently, he addresses the issue of the social character that art possesses – or lacks, as for Adorno art represents “the social contradiction against society”. Finally, he is referred to modernité, making a fervent advocacy for the avant garde while simultaneously recognizing its ideological character. The work concludes with a reference to secondary literature in which the question of whether and to what extent Adorno surpasses Hegelian dialectics is primarily developed.
Περιγραφή:
Διατριβή (διδακτορική) - Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, 2023